Μέσω των διατάξεων του άρθρου 11 του ν. 4387/2016 (Α’ 85) ορίσθηκε ρητά ότι, μέχρι την ενεργοποίηση νέων ενιαίων κανόνων, οι ενταχθέντες φορείς, κλάδοι και τομείς στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης εξακολουθούν να εξετάζουν τις αιτήσεις συνταξιοδότησης, λόγω ανικανότητας, ως προς τις προϋποθέσεις απονομής σύνταξης, σύμφωνα με τις μέχρι την ισχύ του νόμου γενικές και καταστατικές διατάξεις των ενταχθέντων φορέων.
Αυτό αναφέρεται σε απόφαση του υφυπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης Τάσου Πετρόπουλου, στην οποία επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι, έως σήμερα, δεν έχουν θεσπιστεί -και μέχρι να θεσπιστούν-, νέοι ενιαίοι κανόνες για τη συνταξιοδότηση, λόγω αναπηρίας, όλων των ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ, τηρουμένων των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων για τη προστασία της εν λόγω κατηγορίας ασφαλισμένων και εφόσον δεν υφίσταται από τις διατάξεις του ν. 4387/2016 ή άλλου μεταγενέστερου νόμου άλλη πρόβλεψη, οι ασφαλισμένοι του τ. ΝΑΤ συνταξιοδοτούνται, λόγω ανικανότητας, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3α, 14 και 27 του Π.Δ. 913/1978 (ΦΕΚ 220Α’) και της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του ν. 2575/1998 (ΦΕΚ 23Α’), όπως ισχύουν και μετά την ένταξη του τ. ΝΑΤ στον ΕΦΚΑ από 1-1-2017.
Σε ερώτηση σχετικά με το αν ισχύει ή έχει καταργηθεί ο πρόσφατος ασφαλιστικός δεσμός των διατάξεων της παρ. 4β του άρθρου 5 του ν. 2575/1998, οι οποίες ορίζουν ότι για τη χορήγηση σύνταξης, λόγω ανικανότητας, ως ελάχιστης ασφαλιστικής προστασίας «απαιτείται να έχουν πληρωθεί ή βεβαιωθεί οι ασφαλιστικές εισφορές και να έχει πραγματοποιηθεί θαλάσσια υπηρεσία τουλάχιστον οκτώ μηνών μέσα στην τελευταία τετραετία, προτού επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος – ο χρόνος άδειας δεν συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση της πενταετούς υπηρεσίας», κρίνεται ότι αυτές εξακολουθούν να ισχύουν.
Επομένως, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση και όπως αναμεταδίδει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, στις περιπτώσεις αιτήσεων σύνταξης, λόγω ανικανότητας, με τις διατάξεις της ελάχιστης ασφαλιστικής προστασίας στις οποίες ο ασφαλιστικός κίνδυνος έχει επέλθει σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από τη διακοπή του επαγγέλματος, ελέγχεται η προϋπόθεση της πραγματοποίησης θαλάσσιας υπηρεσίας τουλάχιστον οκτώ μηνών μέσα στην τελευταία τετραετία, προτού επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος.
Διαδοχική ασφάλιση
Στο ερώτημα αν υφίσταται δυνατότητα χορήγησης σύνταξης αναπηρίας με τις διατάξεις της ελάχιστης ασφαλιστικής προστασίας αυτοτελώς από το τ. ΝΑΤ ή είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης σε περίπτωση που ο ναυτικός έχει στραφεί σε άλλο επάγγελμα και έχει ασφαλιστεί σε άλλο φορέα ασφάλισης, στην υπουργική απόφαση σημειώνονται τα ακόλουθα:
H εφαρμογή των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης για χρόνο που έχει διανυθεί έως τις 31.12.2016 επαφίεται στη βούληση του ασφαλισμένου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ασφαλίζεται στον ΕΦΚΑ από 1/1/17 για δραστηριότητα υπακτέα στην ασφάλιση του πρώην ασφαλιστικού φορέα, του οποίου το χρόνο δεν επιθυμεί να προσμετρήσει (παρ. 6 του άρθρου 19 του ν. 4387/2016).
Επομένως, ο ασφαλισμένος που έχει μεταγενέστερο της διακοπής της ασφάλισης στο ΝΑΤ χρόνο ασφάλισης π.χ. στο τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή τ. ΟΑΕΕ έως τις 31.12.2016 και υποβάλλει αίτημα για συνταξιοδότηση, λόγω αναπηρίας από το τ. ΝΑΤ είτε με τις διατάξεις περί ελάχιστης ασφαλιστικής προστασίας (πέντε έτη από τα οποία οκτώ μήνες την τελευταία τετραετία) είτε με τις διατάξεις περί ανικανότητας (15 ετών), κρίνεται αυτοτελώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις Ενότητες Α1 και Α2, εφόσον ο ίδιος δεν ζητήσει την εφαρμογή των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης.
Εάν ο ασφαλισμένος ζητήσει την εφαρμογή των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης, ισχύουν οι διατάξεις περί αρμοδιότητας της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 4387/2016.
γεγονός ότι η αναπηρία μπορεί να έχει επέλθει κατά την ασφάλιση σε άλλον ενταχθέντα φορέα (π.χ. τ. ΟΑΕΕ) από αυτόν με τις διατάξεις του οποίου συνταξιοδοτείται ο ασφαλισμένος (π.χ.. τ. ΝΑΤ), δεν έχει επίδραση στη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, καθόσον, «ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό της σύνταξης…» (παρ. 1 άρθρου 5 του ν. 3863/2010).
Τέλος, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις αρ. 764/2001, 715/2003 κ.λπ. αποφάσεις του ΣτΕ, κρίθηκε ότι δεν είναι ασυμβίβαστες με το θεσμό της διαδοχικής ασφάλισης οι προϋποθέσεις που θέτει η νομοθεσία του τ. ΝΑΤ περί απονομής σύνταξης ως ελάχιστης ασφαλιστικής προστασίας (πέντε έτη πραγματική ναυτική υπηρεσία, καθώς και η ειδικότερη προϋπόθεση των οκτώ μηνών ναυτολόγηση την τελευταία τετραετία)
Ως εκ τούτου, οι προϋποθέσεις περί πραγματοποίησης πραγματικής ναυτικής υπηρεσίας στην ασφάλιση του τ. ΝΑΤ απαιτείται να συντρέχουν, όταν απονέμεται σύνταξη από τον ΕΦΚΑ με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης με τις προϋποθέσεις του τ. ΝΑΤ περί ελάχιστης ασφαλιστικής προστασίας.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του τ. ΝΑΤ και, ειδικά, όσον αφορά την κρίση περί ανικανότητας και το ποσοστό αναπηρίας, χορηγείται σύνταξη, λόγω ανικανότητας ή λόγω ατυχήματος σε ναυτικό, ο οποίος κατέστη απολύτως ανίκανος για οποιοδήποτε επάγγελμα ή σχετικώς ανίκανος για το ναυτικό επάγγελμα, με ποσοστό τουλάχιστον 50%, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 27 του Π.Δ. 913/1978, η οποία ορίζει ότι «για τα ποσοστά της ασφαλιστικής ανικανότητας ισχύουν και για το ΝΑΤ οι διατάξεις της νομοθεσίας του ΙΚΑ». Έτσι, το άρθρο 49 του ν. 2084/1992 εφαρμόζεται και στο τ. ΝΑΤ, αφού καταλάμβανε το τ. ΙΚΑ.
Οι αρμόδιες πρωτοβάθμιες υγειονομικές επιτροπές (ΚΕΠΑ) οφείλουν να γνωματεύουν κατά τα ανωτέρω, δηλαδή περί απόλυτης ή σχετικής ανικανότητας, ορίζοντας ταυτόχρονα και ποσοστό αναπηρίας, το οποίο, εφόσον είναι τουλάχιστον 50%, τότε ο ναυτικός δικαιούται σύνταξη, βάσει των ανωτέρω διατάξεων. Στις περιπτώσεις προσφυγής, οι αρμόδιες δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές (ΑΝΥΕ), επίσης, οφείλουν να γνωματεύουν περί απόλυτης ή σχετικής ανικανότητας, ορίζοντας ταυτόχρονα και ποσοστό αναπηρίας, το οποίο, εφόσον είναι τουλάχιστον 50%, τότε ο ναυτικός δικαιούται σύνταξη, βάσει των ανωτέρω διατάξεων.
Τέλος, ως προς το ποσό της υπολογιζόμενης σύνταξης, με τις διατάξεις του ν. 4387/2016, από τις 13 Μαΐου 2016 και μετά, οι ασφαλισμένοι που υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης, λόγω αναπηρίας (όχι παράταση), θα λάβουν ως κύρια σύνταξη το άθροισμα δύο τμημάτων: Της εθνικής σύνταξης και της ανταποδοτικής σύνταξης.
Στους συνταξιούχους, λόγω αναπηρίας, προβλέπεται μείωση στο ποσό της εθνικής σύνταξης που δικαιούνται ανάλογα με το βαθμό αναπηρίας και, συγκεκριμένα: α) Από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% της υπολογιζόμενης εθνικής σύνταξης, βάσει των ετών ασφάλισης, β) από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της υπολογιζόμενης εθνικής σύνταξης, βάσει των ετών ασφάλισης και γ) 80% και άνω χορηγείται το πλήρες ποσό της υπολογιζόμενης εθνικής σύνταξης, βάσει των ετών ασφάλισης. Σε περίπτωση νέας κρίσης από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, το ύψος της εθνικής σύνταξης αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω και βάσει του νέου ποσοστού αναπηρίας.
Η ανταποδοτική σύνταξη υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές (αποδοχές επί των οποίων έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές), το χρόνο ασφάλισης και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης τα οποία κυμαίνονται από 0,77% για κάθε έτος για τα πρώτα 15 έτη ασφάλισης έως και 2% για κάθε έτος από τα 39 και περισσότερα έτη ασφάλισης.