Ο δημόσιος τομέας μπορεί να διαδραματίσει τον δικό του σημαντικό ρόλο στην προστασία του περιβάλλοντος, στην ταυτόχρονη εξοικονόμηση πόρων, αλλά και στην προσέλκυση νέων επενδύσεων, μέσω των «πράσινων» δημοσίων συμβάσεων προμηθειών, ενώ παράλληλα μπορεί να δώσει κίνητρα στις επιχειρήσεις να ενσωματώσουν περιβαλλοντικά κριτήρια κατά την παραγωγή αγαθών ή και κατά την παροχή προμηθειών, υπηρεσιών και έργων.

Τις προτάσεις αυτές παρουσιάζει το Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, οι οποίες συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Πατρών, στο πλαίσιο ευρωπαϊκού έργου «Green Public Procurement for resource-efficient regional growth (GPP4Growth)», το οποίο εντάσσεται στο «Interreg Europe».

 

Στο συγκεκριμένο έργο συμμετέχουν εννέα εταίροι από εννέα χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ελλάδα, Ιταλία, Πολωνία, Βέλγιο, Ισπανία, Λετονία, Βουλγαρία, Ιρλανδία, Μάλτα) και συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης.

 

Μάλιστα, το «Εργαστήριο Κατανεμημένων Συστημάτων και Τηλεματικής» του Πανεπιστημίου Πατρών συμμετέχει ως επικεφαλής εταίρος.

 

Όπως ανέφερε ο αναπληρωτής Πρυτάνεως και επιστημονικός υπεύθυνος έργου, καθηγητής Χρήστος Μπούρας, «οι κρατικές δαπάνες στην Ευρωπαϊκή Ένωση για έργα, αγαθά και υπηρεσίες φθάνουν στα 1,8 τρις ευρώ ετησίως, ενώ τα αναμενόμενα αποτελέσματα από την εφαρμογή των “πράσινων“ δημοσίων συμβάσεων προμηθειών είναι η αύξηση κατά 7% του αριθμού των επιχειρήσεων, που ενσωματώνουν περιβαλλοντικούς παράγοντες κατά την παραγωγή και προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών, η αύξηση της ικανότητας δημόσιων υπαλλήλων στην υλοποίηση αυτών των συμβάσεων, καθώς και επενδύσεις 10 εκατομμυρίων ευρώ, που θα ξεκλειδώσουν την προώθηση οικολογικών προϊόντων και υπηρεσιών».

 

Όπως εξήγησε ο καθηγητής, «οι “πράσινες” δημόσιες συμβάσεις είναι οι διαδικασίες με τις οποίες ο δημόσιος τομέας προμηθεύεται προϊόντα, υπηρεσίες ή εργασίες, χρησιμοποιώντας “πράσινα” κριτήρια κατά την αξιολόγηση προσφορών».

 

Επίσης, όπως πρόσθεσε, «με βάση το κοινοτικό θεσμικό πλαίσιο, οι δημόσιες υπηρεσίες προμηθειών μπορούν να χρησιμοποιούν περιβαλλοντικά κριτήρια κατά την προκήρυξη διαγωνισμών και την αξιολόγηση των προσφορών, με προϋπόθεση να ικανοποιούνται ταυτόχρονα οι βασικές αρχές της διαφάνειας, της ισότιμης μεταχείρισης και της μη διάκρισης».

 

Όσον αφορά στα επιπλέον οφέλη από τις «πράσινες» δημόσιες συμβάσεις, ο Χρήστος Μπούρας τόνισε ότι «οι υπηρεσίες προμηθειών μπορούν με αυτές να μειώσουν το ενεργειακό και οικολογικό τους αποτύπωμα, συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και στην μείωση των επιπτώσεων για το περιβάλλον».

 

Ακόμη είπε ότι «μπορούν να συμβάλλουν στην αεϊφορική χρήση των φυσικών πόρων, να προωθήσουν την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα, να λειτουργήσουν ως παράδειγμα για των ιδιωτικό τομέα και να εξοικονομήσουν δημόσιους πόρους, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος κύκλου ζωής».

 

Όπως ανέφερε στην συνέχεια η Μαρία Διαμαντοπούλου, διοικητικό στέλεχος της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, «κάθε χρόνο οι ευρωπαϊκές δημόσιες υπηρεσίες δαπανούν ποσό που αντιστοιχεί στο 14% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αγορά αγαθών, όπως εξοπλισμό γραφείου, κτηριακό εξοπλισμό και μεταφορικά οχήματα, αλλά και για υπηρεσίες όπως συντήρηση κτηρίων, καθαρισμού και τροφοδοσίας κ.α.»

 

Όλα αυτά τα αγαθά, υπηρεσίες και έργα έχουν, σύμφωνα με την Μαρία Διαμαντοπούλου, «σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατά τη διάρκεια του συνολικού κύκλου ζωής τους, από την παραγωγή, την χρήση έως και την απόσυρσή τους».

 

Όπως εξήγησε, «είναι υπεύθυνα για τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, την ρύπανση, την μείωση της βιοποικιλότητας και την εξάντληση των φυσικών πόρων».

 

Έτσι λοιπόν τόνισε «οι “πράσινες” δημόσιες προμήθειες αποτελούν ένα εργαλείο που μπορεί να προσφέρει τα απαραίτητα κίνητρα για να μειωθούν σημαντικά αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις».

 

Όσον αφορά στα οικονομικά οφέλη, η Μαρία Διαμαντοπούλου είπε ότι «οι “πράσινες” δημόσιες συμβάσεις οδηγούν συχνά σε εξοικονομήσεις καθ ‘όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής μιας αγοράς, τόσο για τις δημόσιες αρχές, όσο και για την κοινωνία».

 

Όπως εξήγησε στην συνέχεια, «η αγορά πιο αποδοτικού εξοπλισμού πληροφορικής μπορεί να εξοικονομήσει χρήματα με διάφορους τρόπους, όπως χαμηλότερη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και ευκολότερη ανακύκλωση ή επαναχρησιμοποίηση στο τέλος της ζωής του». Ομοίως, συμπλήρωσε, «ένα πιο ενεργειακό και αποδοτικό από πλευράς ύδρευσης κτίριο μπορεί αρχικά να κοστίσει πιο πολύ, αλλά θα εξοικονομήσει χρήματα μακροπρόθεσμα».

 

Σχετικά με τη βιομηχανία, σημείωσε ότι παρέχει κίνητρα για καινοτομία, ώστε να αναπτύξει «πράσινες» τεχνολογίες και προϊόντα και να τα προωθήσει στην αγορά.

 

Ειδικότερα, πρόσθεσε, «οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να επωφεληθούν από τις περιβαλλοντικές προμήθειες, καθώς προσφέρουν την ευκαιρία να βρουν αγορές για τις καινοτόμες λύσεις και τα προϊόντα τους».

 

Ακόμη είπε ότι «μπορούν να μειώσουν τις τιμές για τις περιβαλλοντικές τεχνολογίες, αφού η εισαγωγή “πράσινων” κριτηρίων υποβολής προσφορών, μπορεί να επηρεάσει την αγορά και να οδηγήσει σε νεοεισερχομένους στον τομέα των περιβαλλοντικών τεχνολογιών και προϊόντων, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο ανταγωνισμός και να μειωθούν οι τιμές».

 

Από την πλευρά του, ο αντιπεριφερειάρχης Οικονομικών Παναγιώτης Μπράμος είπε ότι «ως Περιφερειακή Αρχή έχουμε υιοθετήσει ένα πλαίσιο πολιτικών που ενθαρρύνει τη βιώσιμη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, την αλλαγή των συμπεριφορών ως προς τη βιώσιμη κατανάλωση και παραγωγή και την προώθηση της καινοτομίας», τονίζοντας ταυτόχρονα ότι «οι πολιτικές αυτές έχουν ως αφετηρία την εκπαίδευση και τη συνεργασία του στελεχιακού δυναμικού».

 

Είναι επίσης σημαντικό, πρόσθεσε, ότι «μέσω του δυναμικού συστήματος αγορών που εφαρμόζει η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, γνωστοποιείται η πολιτική των “πράσινων” προμηθειών σε ένα ευρύ φάσμα από ενδιαφερόμενους προμηθευτές, αλλά και φορείς παροχής υπηρεσιών ή αναδόχους, έτσι ώστε οι νέες απαιτήσεις να λαμβάνονται υπόψη».

 

Όσον αφορά στις ενέργειες που κάνει η Περιφέρεια, ο Παναγιώτης Μπράμος είπε ότι «επιδιώκει και υλοποιεί συμβάσεις για αγαθά, υπηρεσίες και έργα με μικρότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όπως ενεργειακά αποδοτικοί υπολογιστές, ανακυκλώσιμο χαρτί και περιορισμός της χρήσης του μέσω της ψηφιοποιημένης διακίνησης δημοσίων εγγράφων, οχήματα με τεχνολογίες φιλικότερες προς το περιβάλλον και ενεργειακή αναβάθμιση των δημοσιών κτηρίων με χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας».