Ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι που όλα τα προηγούμενα έτη ασφάλισης κατέβαλαν σχετικά χαμηλές εισφορές οι οποίες υπολογίζονταν επί τεκμαρτών εισοδημάτων, καθώς και μισθωτοί με υψηλές αποδοχές και πολλά χρόνια ασφάλισης, θα είναι οι «χαμένοι» του νέου ασφαλιστικού, όπως αποκαλύπτεται και από τις εγκυκλίους που υπεγράφησαν την περασμένη Παρασκευή, σε εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου.
Αν και ο νόμος ψηφίστηκε στις αρχές Μαΐου, οι συγκεκριμένες εγκύκλιοι έρχονται 7 μήνες μετά, να ρίξουν φως στις ανατροπές που επιφέρει ο νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων. Και αποδεικνύουν ότι καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της μελλοντικής ανταποδοτικής σύνταξης θα διαδραματίσουν οι αποκαλούμενες «συντάξιμες αποδοχές». Για την εθνική σύνταξη, ρόλο-κλειδί παίζει η 20ετία.
Βάσει των εγκυκλίων διευκρινίζεται ότι είτε πρόκειται για τις νέες συντάξεις, είτε για τις παλαιές που θα επανυπολογισθούν και θα συμπληρωθούν με την προσθήκη της «προσωπικής διαφοράς», η σύνταξη θα αποτελείται από την εθνική και την ανταποδοτική.
Η εθνική σύνταξη
Η πλήρης εθνική σύνταξη ανέρχεται σε 384 ευρώ μηνιαίως και καταβάλλεται εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης. Όσοι αποχωρούν με 15-20 έτη, θα λάβουν εθνική σύνταξη μειωμένη κατά 2% για κάθε έτος που υπολείπεται της 20ετίας και επίσης ποσό αυστηρά αναλογικό των ετών, μηνών και ημερών ασφάλισης που έχουν.
Η εθνική σύνταξη για όσους φεύγουν με μειωμένη γήρατος (15ετία στα 62) διαμορφώνεται στα 241,92 ευρώ. Οι εγκύκλιοι ορίζουν ανώτατο πλαφόν μείωσης 30%, ξεκαθαρίζουν πως δεν θα επιβάλλεται η επιπλέον μείωση του 10% που προέβλεψε το τρίτο μνημόνιο (4336/2015). Ειδικοί επισημαίνουν ότι σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η μείωση δεν αφορά την ανταποδοτική αλλά μόνο την εθνική σύνταξη.
Η απομείωση της εθνικής για όσους έχουν λιγότερα από 20 χρόνια ισχύει και για τους ανάπηρους, ενώ το σύστημα πλέον είναι ενιαίο και οι ίδιοι κανόνες εφαρμόζονται και για ελευθεροεπαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους.
Μάλιστα, επισημαίνεται πως πλασματικοί χρόνοι που έχουν αναγνωριστεί χωρίς εξαγορά συνυπολογίζονται στη διαμόρφωση της εθνικής σύνταξης, όχι όμως και της ανταποδοτικής. Αντίθετα οι πλασματικοί που εξαγοράζονται συνυπολογίζονται τόσο για την εθνική όσο και την ανταποδοτική, λαμβάνοντας όμως υπόψη το γεγονός ότι η καταβληθείσα εισφορά αντιστοιχεί σε τεκμαρτό μισθό και όχι στο πραγματικό εισόδημα.
Η ανταποδοτική σύνταξη
Το ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης θα εξαρτάται από τις συντάξιμες αποδοχές από το 2002 και μετά, τον ακριβή πραγματικό χρόνο ασφάλισης και τους νέους, μειωμένους συντελεστές αναπλήρωσης που εφαρμόζονται κλιμακωτά. Για την εύρεση των συντάξιμων αποδοχών των μισθωτών συμπεριλαμβάνονται τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματα αδείας για τα οποία έχουν καταβληθεί εισφορές. Οι αποδοχές του ασφαλισμένου προσαυξάνονται κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία όμως δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί από τη Στατιστική Αρχή. Όταν αυτή καθοριστεί, τότε όλα τα ποσά θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν…
Έτσι, για 40 χρόνια η αναπλήρωση φτάνει στο 42,8% του μισθού (π.χ. Με 40 χρόνια και συντάξιμο μισθό 1.000 ευρώ, η ανταποδοτική σύνταξη είναι 428 ευρώ) ενώ για 35ετία, στα 34,5%. Όπως και για την εθνική σύνταξη, το ποσοστό αναπλήρωσης, όταν δεν υπάρχει ακέραιο έτος, υπολογίζεται ως αναλογία με μαθηματική ακρίβεια ημέρας ασφάλισης. Στις συντάξιμες αποδοχές των μισθωτών συμπεριλαμβάνονται τελικά και τα δώρα και επιδόματα.
Για τους ελεύθερους επαγγελματίες/αυτοαπασχολούμενους ως συντάξιμες αποδοχές νοούνται οι θεωρητικές αποδοχές που προκύπτουν από τη μετατροπή των τεκμαρτών κατηγοριών στις οποίες κατέβαλαν εισφορές σε μισθό.
Σε περίπτωση καταβολής μειωμένων εισφορών, μειώνεται αντίστοιχα και το ποσό της ασφαλιστικής κατηγορίας επί της οποίας υπολογίζονταν οι εισφορές. Προβλέπεται επίσης πως οι αποδοχές θα προσαυξάνονται, αν υπήρχαν κοινωνικοί πόροι.
Για τους «παλαιούς» μισθωτούς στο ΤΣΜΕΔΕ η καταβληθείσα εισφορά ανάγεται σε μηνιαίες αποδοχές θεωρώντας μηνιαίο ασφάλιστρο 20%, ενώ στο ΤΣΑΥ, δεδομένου ότι ο ασφαλισμένος καταβάλλει σταθερό ποσό και ο εργοδότης ποσοστιαία εισφορά, αθροίζονται τα δύο ποσά και το άθροισμα ανάγεται σε μηνιαίες αποδοχές με ασφάλιστρο 20%.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ως χρόνος ασφάλισης πλέον νοείται το σύνολο των ημερών ασφάλισης από την πρώτη ημέρα ένταξης στο σύστημα μέχρι την προηγούμενη της ημερομηνίας εξόδου.
Οι μεγάλοι χαμένοι
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι όπως υποστήριζε και ο «νονός» του ασφαλιστικού, πρώην υπουργός Εργασίας και νυν αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, το νέο ασφαλιστικό είναι ταξικά άδικο, υπέρ των χαμηλόμισθων. Έτσι, ευνοούνται όσοι έχουν συντάξιμες αποδοχές που δεν ξεπερνούν τα 1.000 ευρώ, και έως 20 έτη ασφάλισης. Στον αντίποδα, μεγάλοι χαμένοι εκτιμάται ότι είναι όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι καθώς και οι ελεύθεροι επαγγελματίες.
Αναλυτικότερα, στους μεγάλους χαμένους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα συγκαταλέγονται όσοι θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με 35 και πλέον έτη ασφάλισης, όσοι έχουν συντάξιμες αποδοχές 1.100 ευρώ και άνω, μητέρες με βαρέα καθώς καταργούνται τα κατώτατα όρια και προβλέπεται σημαντικά μειωμένη εθνική σύνταξη, καθώς και όσοι εξαγοράζουν πλασματικά έτη.
Αντίστοιχα, στους χαμένους μισθωτούς του δημοσίου θα βρεθούν όσοι συνταξιοδοτηθούν με περισσότερα από 25 έτη ασφάλισης, οι υπάλληλοι πανεπιστημιακής και τεχνολογικής εκπαίδευσης των οποίων οι αποδοχές είναι υψηλότερες προς το τέλος της υπαλληλικής τους σταδιοδρομίας, οι ένστολοι και όσοι εξαγοράζουν πλασματικά έτη ασφάλισης.
Δικηγόροι, γιατροί, έμποροι και αυτοκινητιστές ασφαλισμένοι σε ΕΤΑΑ και ΟΑΕΕ είναι οι μεγάλοι χαμένοι του νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, καθώς όπως ξεκαθαρίζεται από τις εγκυκλίους, οι συντάξιμες αποδοχές τους θα υπολογιστούν μέσω θεωρητικών αποδοχών που θα είναι πολύ χαμηλές.