Σύμφωνα με την έκθεση, σε όλο το εύρος των δεικτών – από τη λειτουργική σταθερότητα, τον εντοπισμό και την ανταπόκριση σε κινδύνους σε πραγματικό χρόνο, τη συνεργασία με τις κοινότητες, έως την καινοτομία σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες – οι συμμετέχοντες από την Ελλάδα εκφράζουν μια σαφή αίσθηση εμπιστοσύνης στις επιδόσεις των επιχειρήσεών τους
Ενώ περισσότερα από τα μισά ανώτατα στελέχη ελληνικών επιχειρήσεων εκτιμούν ότι τα έσοδα και τα κέρδη δεν θα επιστρέψουν στα προ-COVID-19 επίπεδα πριν το 2022 ή και αργότερα, ποσοστό 76% πιστεύουν ότι η επιχείρησή τους επέδειξε μεγαλύτερη λειτουργική σταθερότητα σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Την ίδια στιγμή, πολλές ελληνικές επιχειρήσεις βλέπουν την κρίση ως ευκαιρία για να πραγματοποιήσουν ένα άλμα προόδου.
Αυτά τα συμπεράσματα προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από τα ευρήματα της τελευταίας έκδοσης της παγκόσμιας έρευνας Global Capital Confidence Barometer της ΕΥ, η οποία συγκέντρωσε, μεταξύ άλλων, και τις απόψεις Ελλήνων CEOs, CFOs και άλλων ανώτατων στελεχών, ανάμεσα σε ένα δείγμα περισσότερων από 2.400 στελεχών από 52 χώρες.
Η έκθεση της ΕΥ καταγράφει ένα υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης των Ελλήνων ανώτατων στελεχών ως προς τις επιδόσεις και την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεών τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Διαπιστώνει, παράλληλα, ότι τα στελέχη θέτουν την καινοτομία και τους πελάτες στο επίκεντρο των αναπτυξιακών τους σχεδίων, καθώς και των αναθεωρήσεων του χαρτοφυλακίου τους και της εταιρικής στρατηγικής τους.
Σύμφωνα με την έκθεση, σε όλο το εύρος των δεικτών – από τη λειτουργική σταθερότητα, τον εντοπισμό και την ανταπόκριση σε κινδύνους σε πραγματικό χρόνο, τη συνεργασία με τις κοινότητες, έως την καινοτομία σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες – οι συμμετέχοντες από την Ελλάδα εκφράζουν μια σαφή αίσθηση εμπιστοσύνης στις επιδόσεις των επιχειρήσεών τους. Καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις είχαν ήδη υπομείνει μια δεκαετία διαταραχών, φαίνεται ότι βρέθηκαν πιο προετοιμασμένες – ή τουλάχιστον πιο ανθεκτικές – όταν κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μία καινούργια κρίση.
Παρά την εμπιστοσύνη που δείχνουν στις επιδόσεις τους, οι ελληνικές επιχειρήσεις αναγνωρίζουν ότι οι εξωτερικοί κίνδυνοι παραμένουν. Εξαιτίας της θέσης της Ελλάδας σε ένα σταυροδρόμι μεταξύ Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής, οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζονται πιο ευαίσθητες στους γεωπολιτικούς κινδύνους.
Παράλληλα με την πανδημία, το 2020 ήταν ένας χρόνος αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων, με τους πολιτικούς κινδύνους και την αβεβαιότητα σχετικά με τις κυβερνητικές αποφάσεις, να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στα επενδυτικά σχέδια του 70% των ελληνικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, ενώ οι μισοί Έλληνες συμμετέχοντες στην έρευνα δήλωσαν ότι διέκοψαν μια προγραμματισμένη στρατηγική επένδυση ως αποτέλεσμα των γεωπολιτικών προκλήσεων, το 48% δήλωσαν ότι η απόφασή τους αφορά μια προσωρινή παύση και όχι μια πλήρη απόσυρση της επένδυσης.
Οι μακροοικονομικές προοπτικές και οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ των μεγάλων αγορών, φαίνεται να οδήγησαν το 77% των στελεχών σε μια ολοκληρωμένη επανεξέταση της εταιρικής στρατηγικής και σε μία αναθεώρηση των χαρτοφυλακίων τους μέσα στο 2020. Η επανεξέταση του χαρτοφυλακίου αποτελεί ευκαιρία για τα στελέχη στην Ελλάδα, να θέσουν ενεργά την καινοτομία και τους πελάτες στο επίκεντρο των στρατηγικών αναπτυξιακών τους σχεδίων.
Η πανδημία, επίσης, λειτούργησε ως επιταχυντής των πρωτοβουλιών ψηφιοποίησης των ελληνικών επιχειρήσεων – ένας τομέας όπου υστερούσαν, παραδοσιακά, έναντι των ανταγωνιστών τους από το εξωτερικό. Ως αποτέλεσμα, τα στελέχη αναγνωρίζουν δύο βασικές στρατηγικές επιταγές σε σχέση με την ανάπτυξη: τις επενδύσεις στην ψηφιοποίηση της εμπειρίας του πελάτη και των επιχειρηματικών διεργασιών, καθώς και την προσέλκυση, αλλά και τη διατήρηση πελατολογίου.
Πριν καταφέρουν να επιτύχουν αυτούς τους στόχους, ωστόσο, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει πρώτα να ξεπεράσουν θέματα που αφορούν τη διαχείριση της αλλαγής, καθώς και την εσωτερική αδράνεια, για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές που πυροδότησε η πανδημία.
Τα στελέχη στην Ελλάδα αναμένουν ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξής τους θα προέλθει οργανικά, από το εσωτερικό της επιχείρησης, με μόλις το 30% των ελληνικών επιχειρήσεων να σκοπεύουν να επιδιώξουν συγχωνεύσεις και εξαγορές (Σ&Ε) τους επόμενους 12 μήνες – ποσοστό που παρεκκλίνει σημαντικά από τον διαχρονικό μέσο όρο που καταγράφει η έρευνα για τη χώρα, ο οποίος κυμαίνεται στο 41%. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις που εξετάζουν Σ&Ε, διαβλέπουν μια σαφή ευκαιρία να αποκτήσουν ταχύτητα πρόσβασης στην αγορά, σε ένα δυναμικά μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Ορισμένες ελληνικές επιχειρήσεις με πρόθεση για Σ&Ε δηλώνουν ότι θα επικεντρωθούν σε εξαγορές που θα αυξήσουν τις επιχειρησιακές δυνατότητές τους, όπως η αποδοτικότητα της παραγωγής ή η βελτίωση της αλυσίδας διανομής, καθώς επιδιώκουν να ανταποκριθούν στις κανονιστικές και εμπορικές προκλήσεις, και να ενισχύσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους. ‘Αλλες επιχειρήσεις δείχνουν μια προτίμηση για συμφωνίες οι οποίες θα τις βοηθήσουν να αναπτυχθούν σε ένα νέο επιχειρηματικό πεδίο παραπλήσιο του κύριου αντικειμένου τους.
Περισσότερα από τα τρία τέταρτα των στελεχών στην Ελλάδα που σχεδιάζουν συμφωνίες, δηλώνουν ότι θα εξετάσουν, κατά κύριο λόγο, στόχους εκτός συνόρων. Ωστόσο, η ισχυρή τους προσδοκία ότι μεγάλο μέρος της ανάπτυξής τους τα επόμενα τρία χρόνια θα προέλθει από την Ευρώπη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι πέντε κορυφαίοι επενδυτικοί προορισμοί τους είναι όλοι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και του Ηνωμένου Βασιλείου), υποδηλώνει ότι η διασυνοριακή τους δραστηριότητα θα περιοριστεί στα όρια της ηπείρου.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις αναγνωρίζουν ότι θα πρέπει να μετασχηματίσουν τα υφιστάμενα λειτουργικά τους μοντέλα, προκειμένου να ηγούνται των αλλαγών στον τομέα τους, αντί να τις δέχονται παθητικά. Το 86% των στελεχών στην Ελλάδα αναμένουν ότι θα χρειαστεί να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους στο οικοσύστημά τους. Παρόμοιο ποσοστό είναι θετικό σε συνεργασίες με ανταγωνιστές για τη δημιουργία νέων λύσεων στο οικοσύστημα. Συγχρόνως, το 71% αναμένουν ότι ένας επιτυχημένος μετασχηματισμός που θα πυροδοτηθεί από το οικοσύστημα, θα απαιτήσει την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων που δεν αποδίδουν.