Ονομάζεται Ανεξάρτητη Επιτροπή κατά της Διαφθοράς (ICAC) και έχει γίνει υλικό για βιβλία και ταινίες. Μέχρι την ίδρυσή της το 1974 το Χονγκ Κονγκ ήταν από τα πιο διεφθαρμένα μέρη του πλανήτη. Οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων ήταν πολύ χαμηλοί και οι αστυνομικοί έπαιρναν χρήματα «για ένα τσάι» (σ.σ.: ο καφές που λέμε στην Ελλάδα) ή από «τυχερά» (τα δικά μας φακελάκια…) για να διευθετήσουν διάφορες υποθέσεις. Οι δε πυροσβέστες συχνά έλεγαν για να κατασβέσουν μια πυρκαγιά ότι «δεν έχει χρήμα, δεν έχει και νερό».
Η Επιτροπή, όμως, τα άλλαξε όλα. Η αρχή ήταν δύσκολη, καθώς οι επιθεωρητές της εδάρησαν αγρίως σε κεντρικό αστυνομικό τμήμα όπου έσπευσαν για ελέγχους. Λίγο αργότερα δρομολογήθηκε μια μαζική εκκαθάριση 119 αστυνομικών και ενός αξιωματούχου των τελωνείων της (πρώην σήμερα) βρετανικής αποικίας. Το 1970 στο Χονγκ Κονγκ επτά στις δέκα υποθέσεις διαφθοράς αφορούσαν δημόσιους λειτουργούς, ενώ σήμερα μόνο τρεις στις δέκα. Σήμερα το Χονγκ Κονγκ είναι μεταξύ των είκοσι πιο «καθαρών» χωρών του κόσμου σύμφωνα με τον δείκτη της Διεθνούς Διαφάνειας.
Το παράδειγμα του Χονγκ Κονγκ (και εκείνο της λιγότερο επιτυχημένης Αυστραλίας) ακολουθεί ο συντάκτης του τρίτου κεφαλαίου του νόμου για το «επιτελικό κράτος» όπου περιγράφεται η νέα ενιαία Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ). Σε αυτήν συγχωνεύονται έξι ελεγκτικές υπηρεσίες και σώματα που λειτουργούν σήμερα και οι επικεφαλής τους τοποθετούνται από την κυβέρνηση.
Σκοπός της ΕΑΔ είναι «η ενίσχυση της διαφάνειας, της ακεραιότητας και της λογοδοσίας στη δράση των κυβερνητικών οργάνων, διοικητικών αρχών, κρατικών φορέων και δημοσίων οργανισμών» και η πρόληψη, η αποτροπή, ο εντοπισμός και η αντιμετώπιση «των φαινομένων απάτης και διαφθοράς στη δράση δημόσιων και ιδιωτικών φορέων και οργανισμών» (σ.σ.: ιδιωτικοί εδώ νοούνται οι φορείς που συναλλάσσονται με το Δημόσιο). Ειδικότερα:
• Η Αρχή που υπάγεται στο υπουργείο Εσωτερικών και ελέγχεται από τη Βουλή παρακολουθεί τις πειθαρχικές διαδικασίες σε άλλες υπηρεσίες (εκτός των Ενόπλων Δυνάμεων). Κάθε πράξη πειθαρχικού χαρακτήρα της δημόσιας διοίκησης κοινοποιείται στην Αρχή.
• Η ΕΑΔ δίνει συμβουλές εμπειρογνώμονα σε εισαγγελικές έρευνες, καταρτίζει ένα εθνικό σχέδιο και παρακολουθεί με αριθμούς την υλοποίησή του και χρησιμοποιεί σύγχρονες μεθόδους «συμπεριφορικής ανάλυσης» (nudging) για να βελτιώσει την κουλτούρα των πολιτών απέναντι σε ένα φαινόμενο που είναι η διαφθορά. (Ο ΟΟΣΑ εξάλλου, που χρησιμοποιεί το εργαλείο αυτό, συμβουλεύει το ελληνικό Δημόσιο σε θέματα διαφθοράς.)
• Η Αρχή εποπτεύεται από τον πρόεδρο και τέσσερα ακόμα μέλη του συμβουλίου. Υπάρχει παράλληλα όμως και διοικητής – που την «τρέχει επιχειρησιακά» με απόφαση του πρωθυπουργού. Η θητεία του διοικητή μπορεί να ανανεωθεί για μία ακόμη φορά. Επιλέγεται από τον πρωθυπουργό έπειτα από εισήγηση για τους δύο επικρατέστερους από ανεξάρτητη επιτροπή που επιλέγει και τα μέλη της διοίκησης. Οφείλει να έχει δεκαετή εμπειρία σε θέσεις οργανισμών που δραστηριοποιούνται στην καταπολέμηση της διαφθοράς και να μην είναι συνταξιούχος. Η Βουλή κυρώνει τον διορισμό. Τα μέλη της διοίκησης και ο διοικητής της υπογράφουν σύμφωνο εμπιστευτικότητας και υπόκεινται σε έλεγχο περιουσιακής κατάστασης μετά τη λήξη της θητείας τους. Κρισιμότερη θέση (όπως στο Χονγκ Κονγκ) είναι ο επικεφαλής της μονάδας επιθεωρήσεων και ελέγχου που αναπληρώνει τον διοικητή αν αυτός παυθεί πρόωρα από τον πρωθυπουργό (σ.σ.: κατόπιν εισήγησης του συμβουλίου με αυξημένη πλειοψηφία) ή παραίτησή του.
• Το προσωπικό της Αρχής (503 υπάλληλοι) ελέγχεται πειθαρχικά, ενώ οι μέθοδοι των επιθεωρητών-ελεγκτών της αξιολογούνται από επιτροπή (audit commitee) και 365 από τους υπαλλήλους είναι επιθεωρητές-ελεγκτές.
• Οι επιθεωρητές-ελεγκτές έχουν προανακριτικές αρμοδιότητες και ελέγχονται για παράλειψη στοιχείων από δόλο κατά τις έρευνες ή για παραβίαση των κανόνων της εχεμύθειας. Αν και εφόσον προκύψουν ποινικές ευθύνες για κάποιον ελεγχόμενο διαβιβάζονται τα αποτελέσματα της έρευνάς τους στην εισαγγελία Εφετών. Ο νομοθέτης προβλέπει ότι σε «εξαιρετικές περιπτώσεις» η εισαγγελία μπορεί να ζητήσει επιπλέον πράξεις προανάκρισης από αστυνομικούς υπαλλήλους. Οι αποδιδόμενες παράνομες πράξεις που αφορούν δημοσίους υπαλλήλους δικάζονται «κατά προτίμηση», αφού η προανάκριση έχει ολοκληρωθεί εντός τριμήνου και η κύρια ανάκριση εντός εξαμήνου. Η τήρηση των προθεσμιών παρακολουθείται από τις εισαγγελίες. Ενα βεβαίως πρόβλημα που ομολογούν κάποιοι από τους συντάκτες του νόμου είναι το κατά πόσον το έργο της Αρχής θα επιβαρυνθεί από εισαγγελικές παραγγελίες (σ.σ.: γινόταν συχνά στις ελεγκτικές υπηρεσίες που συγχωνεύονται) και εξαιτίας της έλλειψης εμπειρογνωμόνων στις αρμόδιες εισαγγελίες. Η ΕΑΔ μπορεί να ζητεί από τις υπηρεσίες του Δημοσίου να παρίστανται στις δίκες ως πολιτικά ενάγοντες.
• Οι ελεγκτές-επιθεωρητές της Αρχής μπορούν να επισκέπτονται ελεγχόμενους φορείς χωρίς προειδοποίηση («έφοδοι») και έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε όλα τα έγγραφα –και τα απόρρητα– εκτός εκείνων που αφορούν την εξωτερική πολιτική της χώρας, την κρατική ασφάλεια και την εθνική άμυνα. Οι ελεγκτές-επιθεωρητές έχουν πρόσβαση στα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και δεν δεσμεύονται από το φορολογικό απόρρητο. Η παρεμπόδιση πρόσβασης σε έγγραφα και στοιχεία τιμωρείται με πρόστιμα που επιβάλλει ο διοικητής της Αρχής τα οποία φθάνουν τις 100.000 ευρώ και με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
• Οι υπάλληλοι της ΕΑΔ δεν διώκονται παρά μόνο αν συντρέχουν ενδείξεις ότι έχουν ενεργήσει με δόλο ή έχουν παραβιάσει την αρχή της εμπιστευτικότητας. Αν χάσουν σε αστικά δικαστήρια οφείλουν να επιστρέψουν στην Αρχή τις δαπάνες που κατέβαλε για τη νομική τους εκπροσώπηση.