Ομαδικές απολύσεις κόντρα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις: Σε κορυφαίο πρόβλημα της β’ αξιολόγησης εξελίσσεται, όπως αναμενόταν, η διαπραγμάτευση για τα εργασιακά. Μετά και την χθεσινή, πολύωρη (διήρκεσε σχεδόν τέσσερις ώρες), δεύτερη κατά σειρά συνάντηση, ανάμεσα στη νέα υπουργό Εργασίας κ. Έφη Αχτσιόγλου και τους επικεφαλής των δανειστών, φάνηκε και πάλι ότι οι ομαδικές απολύσεις και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, είναι τα μεγαλύτερα «αγκάθια» ως αυτή την στιγμή.
Από τη μία πλευρά, καταγράφηκε ξανά η εμμονή του ΔΝΤ να ζητάει πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, ανατρέποντας τελείως το σημερινό καθεστώς, όπως ισχύει για επιχειρήσεις άνω των 150 εργαζομένων (όριο 5% στις απολύσεις το μήνα, ή 30 εργαζόμενοι). Από την άλλη, η ελληνική πλευρά επέμεινε να ζητάει επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην προ μνημονίων κατάσταση, γεγονός που αν συμβεί θα φέρει τις επιχειρησιακές και τις ατομικές συμβάσεις «σε δεύτερη μοίρα», κάτι που βρίσκει όμως αντίθετους τους θεσμούς. Όλα αυτά, ενώ παραμένει «ορθάνοιχτη» η διαπραγμάτευση και στο κρίσιμο θέμα της εύρεσης κονδυλίων για το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ), με τους θεσμούς να περιμένουν τις τελικές προτάσεις του υπουργείου Εργασίας.
Έως αργά χθες βράδυ η κ. Φωτίου, αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ανέμενε να κληθεί από τους θεσμούς για να πείσει για το πώς θα βρεθούν 760 εκατ. ευρώ για την καθολική εφαρμογή του ΚΕΑ, από 1.1.17 και μετά. Οι θεσμοί έχουν εκφράσει την άποψη ότι πρέπει να περιοριστούν σημαντικά, μια σειρά από προνοιακά – κοινωνικά επιδόματα ανταποδοτικού χαρακτήρα (πχ επίδομα για κοινωνικό τουρισμό, φοιτητικό – σπουδαστικό), αλλά και να καταργηθούν φοροαπαλλαγές.
Είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο όμως το ΚΕΑ, να ανοίξει τον «ασκό του Αιόλου», αφού οι θεσμοί δεν θα διστάσουν να «ρίξουν στο τραπέζι» των διαπραγματεύσεων, ακόμα και θέμα Ασφαλιστικού, εάν δεν συμφωνήσουν με τον τρόπο χρηματοδότησης. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα τεθούν σε κίνδυνο ξανά οι κύριες συντάξεις… Στο θέμα των ομαδικών απολύσεων, οι θεσμοί ξεκαθάρισαν ότι δεν δέχονται το σημερινό καθεστώς και ζήτησαν εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό status (10% για επιχειρήσεις από 100 – 300 άτομα). Η ελληνική πλευρά επανέλαβε ότι πρέπει να γίνει σεβαστεί η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τους εργαζόμενους και πρότεινε να διατηρηθεί στο υπουργείο Εργασίας, το δικαίωμα της προέγκρισης ενός σχεδίου ομαδικών απολύσεων.
Διαφορετικά, οι εργαζόμενοι θα μείνουν εκτεθειμένοι και θα μπορούν να διεκδικήσουν ανατροπή της απόλυσής τους, μόνο μέσω δικαστηρίων. Για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι θεσμοί επέμειναν ότι πρέπει να διατηρηθεί το σημερινό καθεστώς, παρά το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά προσπάθησε να πείσει ότι η τωρινή κατάσταση οδηγεί την αγορά εργασίας, σε πλήρη στρέβλωση και σε κυριαρχία φαινομένων αθέμιτου ανταγωνισμού. Επισημάνθηκε δε ότι ειδικά το σκέλος της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου, πρέπει να επαναλειτουργήσει για να μπουν οι βάσεις ώστε η αγορά εργασίας να επιστρέψει σιγά – σιγά, σε συνθήκες «κανονικότητας». Ξεχωριστή συζήτηση, φαίνεται ότι έγινε χθες και για το ζήτημα της απεργίας.
Οι θεσμοί εμφανίστηκαν να ζητούν να αυξηθεί ο χρόνος προειδοποίησης των εργοδοτών. Οι θεσμοί συνολικά εξέφρασαν την άποψη ότι δεν πρέπει να αλλάξει το παραμικρό, σε σχέση με όσα συμφωνήθηκαν και θεσμοθετήθηκαν στα δύο πρώτα μνημόνια. Άλλωστε η πεποίθηση αυτή, καταγράφηκε και στο κείμενο συμφωνίας, που επέδωσαν χθες το πρωί στην κυβέρνηση, λίγο πριν ξεκινήσει ο νέος, μαραθώνιος κύκλος διαβουλεύσεων.
Όμως ο πιο σκληρός «παίκτης», σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, μετά και την χθεσινή, τετράωρη συνάντηση, ήταν ξεκάθαρα το ΔΝΤ. Οι Ευρωπαίοι έδειξαν μεγαλύτερη διαλλακτικότητα, φάνηκαν να σέβονται τις ελληνικές θέσεις και ίσως κάποιες από αυτές να μπορούσαν να τις κάνουν αποδεκτές, σε μεγαλύτερο εύρος χρόνου, πάντως… Με τη διαπραγμάτευση να κορυφώνεται το επόμενο 48άωρο, είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξει νέα, τρίτη συνάντηση ανάμεσα στις δύο πλευρές, χωρίς όμως ακόμα να έχει καθοριστεί με σαφήνεια ο χρόνος. Σε διαφορετική περίπτωση, θα πραγματοποιηθούν σειρά τηλεδιασκέψεων για να προκύψει συμφωνία έως τις 5 Δεκεμβρίου, που είναι η ημερομηνία «ορόσημο», που έχει θέσει η ελληνική κυβέρνηση.