Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση έρχεται σε συμμόρφωση προς τις πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ένας από τους κύριους πυλώνες της είναι η θέσπιση ενός νέου τρόπου υπολογισμού εισφορών για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους.
Ενώ οι εισφορές, γι’ αυτή την κατηγορία ασφαλισμένων, υπολογίζονταν στο φορολογητέο εισόδημα, σ’ ένα ποσοστό που ήταν αρχικά 20% για να μειωθεί αργότερα στο 13,33%, με το νομοσχέδιο εισήχθηκε ένα σύστημα κατηγοριών με δυνατότητα επιλογής. Ειδικότερα, οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται με ελεύθερη επιλογή τους σε μια από τις έξι ασφαλιστικές κατηγορίες. Αν ο ασφαλισμένος δεν επιλέξει ελεύθερα ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία για κύρια σύνταξη, κατατάσσεται υποχρεωτικά στην πρώτη (155 ευρώ μηνιαίως).
Η επιλογή των ασφαλισμένων αναμένεται να κινηθεί προς την κατεύθυνση της μερικής τους «εξόδου» από το σύστημα –ασφάλιση με το μικρότερο δυνατό κόστος γι’ αυτούς- και τη χρησιμοποίηση όσων θα εξοικονομήσουν για ιδιωτική ασφάλιση ή αποταμίευση. Ένα σύστημα με χαμηλό βαθμό ασφάλειας δικαίου και εμπιστοσύνης, καθιστά μη ορθολογική και συμφέρουσα την επιλογή μιας ανώτερης ασφαλιστικής κλάσης. Ποιος θα επέλεγε να καταβάλλει εισφορές για μεγαλύτερη κατηγορία, όταν είναι ακόμη νωπές οι μνήμες των άδικων και οριζόντιων περικοπών; Ποιος εγγυάται ότι στο μέλλον, για λόγους βιωσιμότητας –όλοι διατυμπανίζουν το δημογραφικό «κυκλώνα»-, δεν θα αλλάξει επί το δυσμενέστερο ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεων; Παλαιότερα υπήρχε η δυνατότητα επιλογής ανώτερης ασφαλιστικής κατηγορίας, αλλά αφορούσε τις ανώτερες κλάσεις (μεταξύ 6ης και 14ης του ΤΕΒΕ, του ΤΑΕ και του ΤΣΑ). Η επιλογή τους δεν αλλοίωνε ούτε υπονόμευε τον κοινωνικό και αναδιανεμητικό ρόλο της κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης.
Το νέο σύστημα τεκμαίρει ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες αποτελούν μια εισοδηματικά ομοιογενή ομάδα. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει το όλως αντίθετο, με συνέπεια την εξής ακραία ανισότητα: ασφαλισμένος με μηδέν εισόδημα από την άσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος και ασφαλισμένος με σημαντικό εισόδημα να καταβάλλουν το ίδιο ποσό. Είναι ένα σύστημα που δεν λαμβάνει υπόψη του εμφανώς και σκόπιμα τη διαφορετική εισφοροδοτική ικανότητα ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολουμένων και επομένως μειώνει τα αναδιανεμητικά αποτελέσματα του θεσμού.
Ο νέος αυτός τρόπος είναι σύμφωνος με το άρθρο 22, παρ. 5 του Συντ/τος; Πολύ φοβάμαι πώς όχι. Η κυβέρνηση προσπαθεί να διορθώσει ένα λάθος μ’ ένα άλλο. Το ΣτΕ καταδίκασε το υπερβολικό βάρος από εισφορές και όχι την επιβάρυνση κατ’ αναλογία δυνάμεων. Δεν απέρριψε το φορολογητέο εισόδημα ως βάση υπολογισμού των εισφορών ούτε θεώρησε ασύμβατη με το Σύνταγμα την επιβολή εισφορών, ανάλογα με την εισφοροδοτική ικανότητα του κάθε ελεύθερου επαγγελματία –κάτι που ισχύει και για τους μισθωτούς. Ειδικότερα, κατά το Ανώτατο Ακυρωτικό, ο νομοθέτης μπορεί να καθορίζει το ύψος της εισφοράς σε επίπεδο που να διασφαλίζει μεν την επάρκεια των παροχών, χωρίς όμως να πλήττει το κατά την διάρκεια εργασιακού βίου παραγόμενο εισόδημα υπερμέτρως σε σχέση προς τον σκοπό της διασφαλίσεως εισοδήματος μετά το πέρας του εργασιακού βίου. Επομένως, η διαγνωσθείσα αντίθεση των διατάξεων ν. 4387/16 συνίστατο μόνο στην επιβάρυνση των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοτελώς απασχολουμένων με αισθητά αυξημένο ποσοστό σε σχέση με την επιβάρυνση των μισθωτών (Ολομ. ΣτΕ 1882/2019).
Η κυβέρνηση όμως τι έπραξε ; Δεν μείωσε μόνο την επιβάρυνση για τα μεγάλα εισοδήματα, αλλά εισήγαγε έναν τρόπο υπολογισμού των εισφορών που είναι ξένος προς τη λογική του θεσμού. Κατέστησε την επιλογή του ποσού που πληρώνει ο κάθε ελεύθερος επαγγελματίας και αυτοτελώς απασχολούμενος, πέραν της πρώτης κατηγορίας, προαιρετική. Μέσα από την (κατ’ αποτέλεσμα) ομοιόμορφη μεταχείριση κατέληξε σε αντίστροφο αποτέλεσμα. Να αυξήσει τη συμμετοχή στη χρηματοδότηση των χαμηλών εισοδημάτων και να μειώσει σημαντικά εκείνη των υψηλών. Δηλαδή, η προαιρετική επιλογή της κατηγορίας θα οδηγήσει σε μια αντίστροφη προς την εισφοροδοτική ικανότητα των ασφαλισμένων επιβολή εισφορών.
Η ως άνω επιλογή δεν εμφανίζεται συνεπής με τη φύση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, θεμελιώδες χαρακτηριστικό της οποίας είναι η σύνδεσή της με την πραγματική εισφοροδοτική ικανότητα των ασφαλισμένων. Πράγματι, ένδειξη του κοινωνικού χαρακτήρα είναι, ανάμεσα στα άλλα, το γεγονός ότι το σύστημα χρηματοδοτείται από εισφορές, ανάλογες προς τις δυνατότητες των ασφαλισμένων, όπως αυτές αντανακλώνται στις απολαβές τους από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας. Μόνο η εξάρτηση του ποσού της ασφαλιστικής εισφοράς, σε ορισμένο βαθμό, από το εισόδημα είναι ικανή να δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για την αλληλεγγύη και την αύξηση των αναδιανεμητικών αποτελεσμάτων της κοινωνικής ασφάλισης. Το αντίθετο συμβαίνει στην ιδιωτική ασφάλιση, όπου οι εισφορές καθορίζονται με βάση την πιθανότητα επέλευσης του κινδύνου και ανεξάρτητα από το αν ο ασφαλισμένος μπορεί να τις καταβάλλει.
Το ΣτΕ δεν καταδίκασε το φορολογητέο εισόδημα ως βάση υπολογισμού των εισφορών. Όπως το ανέφερε με σαφήνεια η ΣτΕ Ολομ. 1882/2019 (σκέψη 13), ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να υπολογίσει την εισφορά αυτήν, επί βάσεως η οποία μαρτυρεί εισφοροδοτική ικανότητα (όπως είναι το πραγματοποιούμενο εισόδημα από την ασφαλιζόμενη εργασία και το ασφαλιζόμενο επάγγελμα). Δηλαδή, το ΣτΕ δέχθηκε τη συμβατότητα με το Σύνταγμα οποιουδήποτε τρόπου υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, αρκεί να στηρίζεται στην εισφοροδοτική ικανότητα των ασφαλισμένων. Ακόμη, η ελεύθερη επιλογή πέραν της πρώτης κατηγορίας, επιφέρει σημαντικό ρήγμα στον υποχρεωτικό χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης. Η τελευταία είναι ένας δημόσιος θεσμός που δεν αφήνει εξ ορισμού χώρο στην ιδιωτική βούληση για τη διαμόρφωση της ασφαλιστικής σχέσης.
Υπήρχε δικαιότερη λύση και πιο σύμφωνη με το Σύνταγμα ; Βέβαια. Αν ο νομοθέτης κατέτασσε υποχρεωτικά τους αυτοτελώς απασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες, ανάλογα με το εισόδημά τους από την άσκηση του επαγγέλματός τους, σε κατηγορίες των οποίων το ποσό της μηνιαίας εισφοράς θα αυξανόταν ανά κατηγορία. Μόνο ένας τέτοιος τρόπος που δομείται πάνω στην εισφοροδοτική ικανότητα των ασφαλισμένων, είναι σύμφωνος με το άρθρο 22, παρ. 5 του Συντ/τος. Εν τέλει, κανείς δεν κάνει τον κόπο να εξηγήσει ότι η κοινωνική ασφάλιση, πέρα από ανταποδοτική, είναι και κοινωνική που σημαίνει άμβλυνση, σε κάποιο βαθμό, των οικονομικών ανισοτήτων.