Όπως γίνεται γνωστό, την αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων σε ένα εύρος μεταξύ 3,0% και 5,0% από την 1η Απριλίου 2023 προτείνει στην έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική επιβράδυνση του πληθωρισμού που προβλέπεται για το 2023.
Σύμφωνα με την ΗΜΕΡΗΣΙΑ και το σενάριο, θα δοθεί σημαντική στήριξη στα πιο χαμηλόμισθα κοινωνικά στρώματα, δεν θα επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας θα είναι σχεδόν μηδενική, ενώ και οι επιπτώσεις ενός αρνητικού σπιράλ μισθολογικών αυξήσεων και πληθωρισμού αναμένεται να είναι περιορισμένες.
Κακοκαιρία Μπάρμπαρα: Έρχονται ΝΕΑ χιόνια στην Αττική
Οι κίνδυνοι
Σε αντίθετη περίπτωση, οι ελληνικές επιχειρήσεις, που στην πλειοψηφία τους είναι μικρού μεγέθους, δεν θα μπορέσουν να απορροφήσουν το αυξημένο κόστος παραγωγής που θα προέρχεται τόσο από τις διεθνείς τιμές ενέργειας και πρώτων υλών όσο και από το εργασιακό κόστος, επιτείνοντας τον κίνδυνο απώλειας θέσεων εργασίας ή μετατροπής θέσεων πλήρους απασχόλησης σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Για να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος προτείνει μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων αλλά και των εργαζόμενων όπως είναι η αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης και η κατάρτιση και επιμόρφωση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, η εναρμόνιση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής που θα ενισχύσει την παραμονή των γυναικών στην αγορά εργασίας, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και η αντιμετώπιση της αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας.
Λιγότεροι με κατώτατο μισθό
Παράλληλα επισημαίνει ότι το ποσοστό εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, αφού αυξήθηκε έντονα την περίοδο 2019-2021 στο 27-28%, υποχώρησε το 2022 στο 24,7%.
Ειδικότερα, το ποσοστό εργαζομένων που λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό είναι σημαντικά μικρότερο του γενικού μέσου όρου στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Αναφερόμενη στους υψηλότερους μισθούς, η έκθεση θεωρεί ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα προκαλέσει εύλογα πιέσεις αυξήσεων στις αμοιβές μεγαλύτερου ποσοστού εργαζομένων, με ποσοστό αύξησης το οποίο βαίνει μειούμενο όσο αυξάνεται το ύψος των ονομαστικών αποδοχών.
Δυσχερές το spillover effect στις υπόλοιπες αμοιβές
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που επισημαίνει η ΤτΕ : «Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας τα τελευταία έτη έχουν οδηγήσει σε μεγαλύτερη ευελιξία, αλλά έχουν καταστήσει τον μηχανισμό μετάδοσης της αύξησης του κατώτατου μισθού στα υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια λιγότερο αποτελεσματικό σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ατόνηση των μισθολογικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, καθώς η πλειοψηφία των εργαζομένων δεν καλύπτεται από κάποια μισθολογική συλλογική σύμβαση εργασίας τα τελευταία έτη (με εξαίρεση ελάχιστες κατηγορίες εργαζομένων, όπως κυρίως οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι ξενοδοχοϋπάλληλοι, οι εργαζόμενοι σε αρτοποιεία, σε τουριστικά-επισιτιστικά καταστήματα, σε πετρελαιοειδή, στην καπνοβιομηχανία κ.λπ.).
Παράλληλα, οι επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας καλύπτουν ένα μικρό ποσοστό των εργαζομένων, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία του Π/Σ ΕΡΓΑΝΗ, το 2022 υπογράφηκαν 217 επιχειρησιακές συμβάσεις που κάλυπταν 168.362 εργαζόμενους. Ως εκ τούτου, το σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, μετά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας, δεν επιτρέπει τη διάχυση του κατώτατου μισθού (spillover effects) σε όλο το εύρος της κατανομής των αμοιβών, αλλά κυρίως στο κάτω μέρος της κατανομής»
Παρόλα αυτά, εκτιμάται πως για κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού, ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο αυξάνεται κατά περίπου 0,4-0,5% .
Το πρόβλημα του πληθωρισμού
Η ΤτΕ χτυπά και ένα καμπανάκι κινδύνου επισημαίνοντας πως μπορεί μια μεγάλη αύξηση του μισθού να ανατροφοδοτήσεις δευτερογενώς τον πληθωρισμό. «Δεδομένου ότι ο συντελεστής συσχέτισης μεταξύ πληθωρισμού και μοναδιαίου κόστους εργασίας είναι μακροχρόνια κοντά στη μονάδα, μία σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού και συνεπώς του κόστους εργασίας θα έχει περαιτέρω επίπτωση στον πληθωρισμό, καθώς τα όποια περιθώρια των επιχειρήσεων για απορρόφηση του επιπλέον κόστους έχουν εξαλειφθεί».
Οι προτάσεις της ΓΣΕΒΕΕ
Μεγαλύτερη αύξηση 8%-10% προτείνει το ΙΜΕ- ΓΣΕΒΕΕ, προκειμένου ο νέος κατώτατος μισθός από 713 ευρώ να διαμορφωθεί στα 770-784. Παράλληλα ζητούν μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων με πρώτο την οριζόντια κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.
Όπως σημειώνει στην έκθεσή το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ προσδιοριστικός παράγοντας για την αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να είναι ο πληθωρισμός που για το 2023 εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στο ιδιαίτερα υψηλό 6%, καθώς οι αυξήσεις των τιμών έχουν πλέον διαχυθεί σε όλους σχεδόν του κλάδους της οικονομίας.
Και τούτο τόσο ως μέτρο καταπολέμησης της φτώχειας των χαμηλόμισθων εργαζομένων των οποίων το εισόδημα αναλώνεται σε ομάδες αγαθών που παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών, αλλά και ως μέτρο αντιμετώπισης του στασιμοπληθωρισμού στον οποίο φαίνεται πως εισέρχεται η ελληνική οικονομία το 2023.
Μέτρα για το επιπρόσθετο κόστος
Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να εκτιμηθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 8% με 10%. Στην περίπτωση αυτή και δεδομένου ότι κυρίως θα επηρεαστούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις – παρά τη βελτίωση που καταγράφεται στις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας και υπερχρέωσης – είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα προκειμένου να αντιμετωπίσουν το επιπρόσθετο κόστος, όπως ενδεικτικά αναφέρουμε την πλήρη κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.
Η ΕΣΕΕ ( έμποροι) προτείνουν αυξήσεις κοντά στο ΕΣΕΕ (763 ευρώ) θεωρώντας ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού, επιστρέφει στα ταμεία τους με τη μορφή αύξησης της κατανάλωσης. Από την άλλη πλευρά σημειώνουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ( χρέη προς εφορία και ΕΦΚΑ) καθώς και την αύξηση του ενεργειακού κόστους. Επίσης, ο κλάδος του εμπορίου επισημαίνει την ανάγκη ρευστότητας προκειμένου να επενδύσει στον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Ο ΣΕΤΕ προτείνει αυξήσεις έως 5,5% στα 753 ευρώ ενώ ο ΣΕΒ (μέσω του ΙΟΒΕ που εκπονεί τη μελέτη) «φωτογραφίζει» μια λογική αύξηση 5,5%-6% η 6% -7% , κάνοντας λόγο για επιβράδυνση της μείωσης της ανεργίας και επιβάρυνση των επιχειρήσεων από το ενεργειακό κόστος.
Παράλληλα επισημαίνει ότι ο κατώτατος μισθός, αρχής γενομένης από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει συνολικά αυξηθεί κατά 22% και δίνει έμφαση στη περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους.
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ έχει ήδη ανακοινώσει ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να κυμανθεί στα 826 ευρώ.