Το , εξετάζει την παράταση του δικαιώματος λήψης της ετήσιας άδειας αναψυχής του 2020 και μετά την 30ή Ιουνίου 2021, γιατί οι αναστολές σύμβασης των εργαζομένων κατά τη διάρκεια των lockdown «μπλόκαραν» τη χορήγηση της ετήσιας άδειας.

Τι αλλάζει με το νομοσχέδιο

Σύμφωνα με την Ημερησία, η λήψη σε χιλιάδες εργαζόμενους γονείς στη διάρκεια των δύο lockdown της προηγούμενης χρονιάς με το σύστημα 3 ημέρες άδειας ειδικού σκοπού συν 1 κανονική άδεια συρρίκνωσε κατά πολύ το δικαίωμα λήψης κανονικής άδειας.

Ωστόσο, εκτός των ειδικών συνθηκών που επικρατούν εξαιτίας της πανδημίας, το που βρίσκεται σε διαβούλευση αλλάζει το ισχύον καθεστώς, το οποίο όριζε ότι οι άδειες αναψυχής πρέπει να εξαντλούνται έως την 31η Δεκεμβρίου του τρέχοντος έτους. Στο εξής οι ετήσιες άδειες μπορούν να λαμβάνονται έως τις 31 Μαρτίου.

Όπως προβλέπει το νομοσχέδιο:

«Η χρονική περίοδος χορήγησης της άδειας κανονίζεται μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως.

Πάντως το ήμισυ τουλάχιστον των κατ΄ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων άδειας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσης διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ’ αποδοχών δικαιώματος αυτού. Η δικαιούμενη, κατ’ έτος, άδεια πρέπει να εξαντλείται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους».

Τι αναφέρει η ΓΣΕΕ

Σε γενικές γραμμές, όπως ενημερώνει τους το ΚΕΠΕΑ της ΓΣΕΕ: Η ετήσια κανονική άδεια χορηγείται με αποδοχές σε όλους τους μισθωτούς που συνδέονται με τον εργοδότη με σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Δηλαδή η ετήσια κανονική άδεια οφείλεται τόσο σε έγκυρες, όσο και σε άκυρες συμβάσεις εργασίας.

Κανονική δικαιούνται επίσης και οι μισθωτοί που απασχολούνται καθημερινά λιγότερες ώρες από το συνηθισμένο ή το νόμιμο ωράριο της ημερήσιας εργασίας τους. Δηλαδή οι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν κανονική άδεια όχι μόνο όταν έχουν πλήρη απασχόληση, αλλά και όταν η εργασία τους διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα ημερησίως (μερική απασχόληση).

Περαιτέρω, κανονική άδεια δικαιούνται και όσοι εργαζόμενοι εργάζονται σε πολλούς εργοδότες με μειωμένο ωράριο ημερήσιας εργασίας.

Άδεια επίσης χορηγείται και στην περίπτωση της διαθεσιμότητας και της ετοιμότητας εργασίας.

Εξαιρέσεις: Δεν δικαιούνται κανονική άδεια τα εξής πρόσωπα (άρθρο 1, παρ.2 Α.Ν. 539/1945:

α) οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις ή εργασίες στις οποίες απασχολούνται μόνο μέλη της οικογένειας του εργοδότη,

β) οι εργαζόμενοι σε γεωργικές, κτηνοτροφικές, δασικές, ναυτιλιακές και αλιευτικές εργασίες,

γ) δημόσιοι υπάλληλοι, που εργάζονται επιπρόσθετα τα απογεύματα σε μία άλλη επιχείρηση, τότε από την επιχείρηση αυτή δεν δικαιούνται κανονική άδεια,

δ) οι μισθωτοί που κατέχουν θέση εποπτείας, διεύθυνσης ή εμπιστευτική (διευθύνοντες υπάλληλοι),

ε) οι μισθωτοί που απουσίασαν από την εργασία τους λόγω ασθένειας για μεγάλο χρονικό διάστημα (πέρα από τα καθοριζόμενα από το νόμο χρονικά όρια της βραχείας διάρκειας ασθένειας).

Εργαζόμενος πλήρους ή μερικής απασχόλησης δύναται, κατόπιν ατομικής έγγραφης συμφωνίας με τον εργοδότη, να λάβει άδεια άνευ αποδοχών για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, η οποία δύναται να παραταθεί με νεότερη συμφωνία των μερών. Κατά τη διάρκεια της άδειας, η σύμβαση εργασίας τίθεται σε αναστολή και δεν οφείλονται ασφαλιστικές εισφορές. Η έγγραφη συμφωνία αναρτάται στο και αντίγραφό της γνωστοποιείται στον e-ΕΦΚΑ.

Μετά τη λήξη της άδειας άνευ αποδοχών αναβιώνουν όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών εκ της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025