Την ώρα που ο υπουργός Οικονομικών και οι συνεργάτες του έκαναν τις τελευταίες διορθώσεις στην επιστολή με την οποία ζητούν τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, το Ταμείο εξακολουθούσε να προβάλλει απαιτήσεις που προκαλούν εκνευρισμό όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, καθώς άπτονται και του ευαίσθητου θέματος των τραπεζών.
Σύμφωνα με την «Καθημερινή», το θέμα της συμμετοχής του ΔΝΤ παραμένει ο κυριότερος παράγοντας αβεβαιότητας για τις μελλοντικές εξελίξεις, καθώς είναι άγνωστο το τι θα γίνει το φθινόπωρο, μετά τις γερμανικές εκλογές, αν επιμείνει στις απαισιόδοξες εκτιμήσεις και στις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις του για την ελάφρυνση του χρέους. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να προκαλέσει από μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης (που έχει προγραμματιστεί για τον Οκτώβριο) έως και την πλήρη αποχώρηση του Ταμείου. Σε μια τέτοια περίπτωση, όλο το πρόγραμμα θα είναι στο αέρα, ενώ οι δυνατότητες επιστροφής στις αγορές και “εξόδου από τα μνημόνια” θα περιοριστούν δραματικά.
Στην Αθήνα, η κυρίαρχη άποψη είναι πως το ΔΝΤ δεν θέλει να παραμείνει στην Ελλάδα, τουλάχιστον με τους όρους των Ευρωπαίων. Η απόφαση για επί της αρχής συμμετοχή με κεφάλαια 2 δισ., τα οποία όμως θα εκταμιευτούν εάν και εφόσον αποσαφηνιστούν τα μέτρα για το χρέος, διευκολύνει μόνον την καγκελάριο Μέρκελ ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου.
Κατά τ’ άλλα, το Ταμείο δεν έχει υποχωρήσει ούτε κατ’ ελάχιστον και ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος Πόουλ Τόμσεν συνεχίζει να επιμένει όχι μόνο στις εκτιμήσεις του για την ανάπτυξη μακροπρόθεσμα, αλλά και για τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Το ΔΝΤ είχε υποστηρίξει τον Μάιο του 2016, στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, πως οι ισολογισμοί των τραπεζών είναι ευάλωτοι, εξαιτίας του όγκου των “κόκκινων” δανείων, αλλά και του γεγονότος πως σημαντικό μέρος της κεφαλαιακής τους επάρκειας οφείλεται στην αναβαλλόμενο φόρο. Ζητούσε –και συνυπολόγιζε στο χρέος– να σχηματισθεί ένα “μαξιλάρι” 10 δισ. ευρώ για δυνητικές κεφαλαιακές ανάγκες στο μέλλον. Επανήλθε στο θέμα με νέα έκθεσή του, τον Ιανουάριο του 2017.
Παρά το γεγονός ότι οι εκτιμήσεις του Ταμείου απορρίφθηκαν από τους καθ’ ύλην αρμοδίους, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), o κ. Τόμσεν επιμένει με προφανή στόχο να εμφανίζεται διογκωμένο το χρέος και κατά συνέπεια να απαιτούνται πιο γενναία μέτρα ελάφρυνσης. Σύμφωνα με πληροφορίες, κάποια στιγμή έφτασε στο σημείο να ζητήσει να γίνει εκ νέου αξιολόγηση του χαρτοφυλακίου των τραπεζών, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από την ΕΚΤ.
Ωστόσο, είναι άγνωστο τι θα περιλάβει στη νέα ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους που θα συνοδεύει την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου για συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα.
Η διοίκηση του ΔΝΤ πρόκειται να συζητήσει το θέμα στις 27 Ιουλίου. Ενόψει αυτής της συνεδρίασης, ο κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος έχει συντάξει την επιστολή με την οποία η Ελλάδα αιτείται τη συνδρομή του Ταμείου και την οποία υπογράφουν, εκτός από τον ίδιο, ο πρωθυπουργός και ο διοικητής της ΤτΕ.
Στην οκτασέλιδη επιστολή γίνεται αναφορά στα δημοσιονομικά μέτρα της διετίας 2019 – 2020 (περικοπές συντάξεων και μείωση αφορολογήτου ορίου), στα εργασιακά και στα μέτρα που αφορούν στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Υπάρχει επίσης κεφάλαιο για τους δημοσιονομικούς στόχους στη διάρκεια και μετά το πρόγραμμα, οι οποίοι είναι αυτοί που περιλαμβάνονται στο μνημόνιο με την Ευρωζώνη.
Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος, αναφέρεται ότι για τη βιωσιμότητά του έχουν γίνει ουσιαστικά βήματα, αλλά χρειάζεται να γίνουν κι άλλα, παραπέμποντας στις αποφάσεις που έχει λάβει το Eurogroup. Η επιστολή εστάλη την Παρασκευή.
Η αβεβαιότητα για τη στάση του ΔΝΤ βαραίνει και στις αποφάσεις για την έξοδο στις αγορές. Κάποιοι στην κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι πρέπει να γίνει κάποια κίνηση άμεσα, πριν από τη συνεδρίαση του Δ.Σ. του Ταμείου στις 27 Ιουλίου και τη δημοσιοποίηση της ανάλυσης βιωσιμότητας που θα συνοδεύει την απόφασή του. Αλλοι υποστηρίζουν ότι ενέχει κινδύνους μια έξοδος στις αγορές πριν ξεκαθαρίσει τι θα γίνει με το χρέος, τη συμμετοχή του ΔΝΤ και το QE.