«Η μεταβολή του μακροοικονομικού πλαισίου επιτάσσει μία αναθεώρηση του τρέχοντος δημοσιονομικού πλαισίου, με ρεαλιστικούς και αποτελεσματικούς κανόνες που θα μπορούν να καθοδηγούν αξιόπιστα τις δημοσιονομικές πολιτικές τα επόμενα χρόνια», σημειώνει ο ESM.
Την αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου για το δημόσιο χρέος στο 100% του ΑΕΠ από 60% σήμερα αλλά και τη διατήρηση του ορίου του ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ και την καθιέρωση ενός κανόνα για την αύξηση των δημοσίων δαπανών προτείνει μελέτη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) στο πλαίσιο του διαλόγου που έχει ξεκινήσει για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ).
Η μελέτη έχει τίτλο: «Προς ένα νέο δημοσιονομικό πλαίσιο: ο δρόμος για το μέλλον» και έχει συνταχθεί από τέσσερα στελέχη του ESM, ένα του ΔΝΤ και ένα της Τράπεζας της Ελλάδος. Αν και σημειώνεται ότι οι απόψεις που εκφράζονται είναι των συντακτών και «δεν αντανακλούν αναγκαστικά αυτές του ESM», της ΤτΕ ή του ΔΝΤ, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι έχουν την έγκριση του επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος έχει αναφέρει σχετικές απόψεις στο πρόσφατο παρελθόν, χωρίς να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες.
Οι λεπτομέρειες αυτές, βέβαια, είναι πολύ σημαντικές, ιδιαίτερα για την Ελλάδα, η οποία έχει μακράν το υψηλότερο χρέος στην Ευρωζώνη, το οποίο σύμφωνα με τη μελέτη προβλέπεται να διαμορφωθεί φέτος στο 208,83% του ΑΕΠ και το 2022 στο 201,47% του ΑΕΠ.
Μία από αυτές τις λεπτομέρειες είναι ο ρυθμός, με τον οποίο θα πρέπει να μειώνεται το χρέος για να συγκλίνει προς το όριο του 100%, καθώς με βάση αυτόν και τις άλλες οικονομικές συνθήκες – ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, επιτόκια – θα καθορισθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα που πρέπει να επιτυγχάνουν οι υπερχρεωμένες χώρες. Η μελέτη προτείνει να διατηρηθεί ο ρυθμός που προβλέπεται σήμερα, δηλαδή να υπάρχει μείωση κατά το ένα εικοστό ή 5% του υπερβάλλοντος χρέους κάθε χρόνο, κάτι που, παρά την αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου στο 100% δημιουργεί την ανάγκη για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Τι σημαίνουν οι κανόνες για την Ελλάδα
Σύμφωνα με παράδειγμα της μελέτης, τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα έπρεπε να έχει μία χώρα με χρέος 160% (όπως η Ιταλία) μετά την ανάκαμψη για την περίοδο έως το 2031 θα ήταν περίπου 2% ετησίως, κάτι που σημαίνει ότι για την Ελλάδα που έχει χρέος πάνω από 200% του ΑΕΠ θα πρέπει να είναι σημαντικά υψηλότερα από το επίπεδο αυτό.
Ο κανόνας για τις δημόσιες δαπάνες
Ο κανόνας για τις δημόσιες δαπάνες προβλέπει την αύξησή τους με βάση την τάση αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ.
Ο κανόνας αυτός θα ισχύει για όλες τις χώρες – και όσες έχουν χρέος χαμηλότερο από 100% – ενώ για τις χώρες με χρέος πάνω από το 100% θα προβλέπεται και ο κανόνας για τη μείωση του δημόσιου χρέους με τα σχετικά πρωτογενή πλεονάσματα.
Ισορροπία ανάπτυξης και δημοσιονομικής προσαρμογής
Γενικά, πάντως, η μελέτη προτείνει να λαμβάνεται υπόψη η αναγκαία ισορροπία μεταξύ της ανάπτυξης και της δημοσιονομικής προσαρμογής και συνιστά να μην ισχύει ο κανόνας για τη μείωση του χρέους σε περίπτωση οικονομικών υφέσεων ή επενδυτικού κενού. «Η εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων, όταν η ρήτρα διαφυγής αρθεί, θα πρέπει να αποφύγει μία απότομη δημοσιονομική σύσφιξη που δυνητικά θα υπονόμευε την ανάπτυξη και θα προκαλούσε δυσμενείς ανατροφοδοτήσεις μέσω των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και των αγορών. Η συνεπής εφαρμογή των ευελιξιών , λαμβάνοντας υπόψη σοβαρές υφέσεις και επενδυτικά κενά σε επίπεδο κάθε χώρα θα μπορούσε να αποτρέψει μία πρόωρη δημοσιονομική προσαρμογή και να περιορίσει τους κινδύνους μόνιμων ζημιών», σημειώνει η μελέτη.
«Η μεταβολή του μακροοικονομικού πλαισίου επιτάσσει μία αναθεώρηση του τρέχοντος δημοσιονομικού πλαισίου, με ρεαλιστικούς και αποτελεσματικούς κανόνες που θα μπορούν να καθοδηγούν αξιόπιστα τις δημοσιονομικές πολιτικές τα επόμενα χρόνια», σημειώνει επίσης ο ESM.
Και προσθέτει: «Η συμφωνία σε νέους κανόνες όσο το δυνατόν συντομότερα και η σταδιακή εφαρμογή τους μόλις η ανάπτυξη έχει εδραιωθεί θα μπορούσε να βοηθήσει στην καθοδήγηση των προσδοκιών της αγοράς και να περιορίσει τη δυνητική μεταβλητότητα. Η αβεβαιότητα στην αγορά θα μπορούσε να αυξήσει τα επιτόκια, με επίπτωση στη χρηματοδότηση των κρατών. Μία ταχεία συμφωνία για τους νέους κανόνες και στο χρονοδιάγραμμα και τους όρους εφαρμογής τους καθώς θα επιταχύνεται η ανάπτυξη, θα βοηθούσε στη σταθεροποίηση των προσδοκιών και θα αύξανε τη διαφάνεια».