Υπό τον τίτλο «Διδάγματα από την Ελλάδα» η χθεσινή Welt φιλοξένησε ολοσέλιδο άρθρο του επιτρόπου Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Πιέρ Μοσκοβισί, ο οποίος προχωρώντας σε έναν απολογισμό της ελληνικής διάσωσης δεν αφήνει κανέναν στο απυρόβλητο.


Ο γάλλος πολιτικός υποστηρίζει καταρχήν ότι ήταν σωστή η απόφαση διάσωσης της Ελλάδας καθώς σε διαφορετική περίπτωση η χώρα θα κατέρρεε και θα βυθίζονταν σε ένα πολιτικό και οικονομικό χάος που θα είχε καταστροφικές συνέπειες και για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες. Παράλληλα χαιρετίζει την ολοκλήρωση του τρέχοντος τρίτου προγράμματος, εκτιμώντας ότι σηματοδοτεί το τέλος μιας 8χρονης περιόδου η οποία ήταν ιδιαίτερα επώδυνη για τον ελληνικό λαό και αποσταθεροποιητική για τη ζώνη του ευρώ. Η χώρα καταγράφει και πάλι ανάπτυξη και η ανεργία υποχωρεί σταδιακά, ωστόσο, όπως επισημαίνει, «το τέλος του προγράμματος δεν συνεπάγεται το τέλος του δρόμου. Πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά για να σταθεί η Ελλάδα στα πόδια της σε μακροπρόθεσμη βάση».
Έγιναν λάθη
Ο γάλλος επίτροπος παραδέχεται ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης και της επιχείρησης διάσωσης έγιναν παντού λάθη -τόσο στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες όσο και στην Ουάσιγκτον- τα οποία παρέτειναν χωρίς λόγο την κρίση. «Δεν είδαμε την κρίση να έρχεται και ως εκ τούτου ήμασταν απροετοίμαστοι. Υποτιμήσαμε την κατάσταση στην Ελλάδα. Η υποτιθέμενη δημοσιονομική κρίση ήταν στην πραγματικότητα μια βαθιά κρίση του ελληνικού κράτους και της ελληνικής οικονομίας. Χρειαστήκαμε χρόνια για να αντιληφθούμε τις πραγματικές της διαστάσεις», παραδέχεται ο κ. Μοσκοβισί, επισημαίνοντας ότι μόλις το 3ο πακέτο στήριξης οδήγησε σε εξειδικευμένα μέτρα για την υλοποίηση των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Ο γάλλος πολιτικός επιρρίπτει ευθύνες τόσο στην ελληνική όσο και στην ευρωπαϊκή πολιτική. «Το δεύτερο πρόγραμμα βοήθειας μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς το Δεκέμβριο του 2014 εάν η συγκυβέρνηση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δρομολογούσε τη μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό και την αύξηση του ΦΠΑ στα ελληνικά νησιά. Αντ΄ αυτού προκηρύχθηκαν εκλογές». Όσον αφορά δε τις ευθύνες των ευρωπαίων πολιτικών -από τις οποίες δεν εξαιρεί τον εαυτό του- ο κ. Μοσκοβισί τούς επιρρίπτει ότι υπό το φόβο της κατάρρευσης του ευρώ αντέδρασαν με διστακτικότητα ενώ πολλές αποφάσεις ενείχαν πολιτικές σκοπιμότητες. «Στο στρατόπεδο της ευρωπαϊκής δεξιάς πολλοί ήθελαν να αποτύχει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα καθώς είχε εκτοπίσει τη ΝΔ». Επίσης συχνά, σύμφωνα με τον κ. Μοσκοβισί, επικρατούσε το συναίσθημα σε βάρος της πολιτικής σύνεσης. «Είδα, για παράδειγμα, τον τότε υπ. Οικονομικών Σόιμπλε να λέει απροκάλυπτα στον έλληνα ομόλογό του ότι δεν τον εμπιστεύεται πια. Και μια φορά έπρεπε να χωρίσω τον ολλανδό υπουργό Οικονομικών Ντάισελμπλουμ και τον έλληνα ομόλογό του Βαρουφάκη, πριν έρθουν πιθανότατα στα χέρια».
Αποφάσεις χωρίς δημοκρατικό έλεγχο
Για το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι η εμπειρία του βοήθησε, «ωστόσο ορισμένες ιδιαίτερα ακραίες και προσωπικές θέσεις έβλαψαν τη σχέση μας με τους Έλληνες και οδήγησαν μάλιστα στο να αποφασίσει το Eurogroup ιδιαίτερα σκληρές, κατά τη γνώμη μου, μεταρρυθμίσεις. Ο κ. Μοσκοβισί αναφέρεται μάλιστα συγκεκριμένα στη μείωση των συντάξεων το 2019.
Ο επίτροπος είναι ιδιαίτερα καυστικός όσον αφορά τον τρόπο της λήψης αποφάσεων που αφορούσαν την Ελλάδα εν γένει. Μπορεί, όπως λέει, οι θεσμοί να πρότειναν τα εξειδικευμένα μέτρα, ωστόσο «οι τελικές αποφάσεις λαμβάνονταν αποκλειστικά στο Eurogroup, χωρίς πραγματικό δημοκρατικό έλεγχο. Προσωπικά δεν αισθανόμουν καλά όταν πίσω από κλειστές πόρτες αποφασίζαμε για το μέλλον εκατομμυρίων Ελλήνων. Από δημοκρατική σκοπιά αυτό ήταν σκανδαλώδες διότι μόλις λίγοι υπουργοί ήταν επαρκώς ενημερωμένοι και είχαν συγκεκριμένη εντολή».
Πάντως, ο γάλλος επίτροπος επισημαίνει ότι η Κομισιόν θα παραμείνει στο πλευρό της Ελλάδας, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι η χώρα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. «Η σχετική παρακολούθηση δεν συνιστά όμως τέταρτο πρόγραμμα. Δεν περιέχει νέες απαιτήσεις για μέτρα ή μεταρρυθμίσεις. Για την Ελλάδα το ζητούμενο είναι να αξιοποιήσει τη στήριξη των εταίρων για την ολοκλήρωση σημαντικών μεταρρυθμίσεων ενώ οι εταίροι περιμένουν να τηρήσει η Ελλάδα τις δεσμεύσεις που ανέλαβε, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο».