Η πανδημία άλλαξε όλο τον χάρτη των δημοσιονομικών πολιτικών. Ανέδειξε την ανάγκη του κράτους να ξοδέψει σημαντικότατα ποσά στην στήριξη της πραγματικής οικονομίας.
Μήνυμα στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας να μιμηθεί τις «επιχειρήσεις που έσπευσαν να συνταχθούν με την πρωτοβουλία της Κυβέρνησης να επιβραβεύσει τους νέους οι οποίοι θα εμβολιαστούν με το ποσό των 150 ευρώ, δίνοντας αντίστοιχες παροχές σε είδος που συνδέονται με τη δική τους δραστηριότητα», απηύθυνε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη συζήτηση που ειχε το απόγευμα με τον Πρόεδρο του ΣΕΒ Δημήτρη Παπαλεξόπουλο και τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της Pfizer, Albert Bourla, στο πλαίσιο της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του ΣΕΒ.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρωθυπουργός τόνισε: «Θα ενθάρρυνα περισσότερες επιχειρήσεις να κάνουν κάτι αντίστοιχο διότι είμαστε συμμέτοχοι σε μια μεγάλη προσπάθεια να πείσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους πολίτες να εμβολιαστούν. Και, ναι, δεν είναι καθόλου κακό σε αυτή την προσπάθεια να χρησιμοποιούμε και τέτοια κίνητρα και όταν μάλιστα το βάρος επιμερίζεται μεταξύ του κρατικού προϋπολογισμού και των επιχειρήσεων θα είμαστε ακόμα πιο αποτελεσματικοί για να πετύχουμε αυτό το στόχο».
«Αυτή τη στιγμή στην χώρα μας οι συνθήκες είναι κατάλληλες για να μπορέσουμε να κάνουμε ένα μεγάλο άλμα προόδου. Αυτό το άλμα θα είναι ταυτόχρονα και ένα αναπτυξιακό άλμα» ανέφερε κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο Πρωθυπουργός μιλώντας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. «Η ανάπτυξη η οποία θα έρθει τα επόμενα χρόνια είμαι σίγουρος ότι θα είναι μια ανάπτυξη ισχυρή και πιστεύω ότι πολύ σύντομα, εντός του 2022, θα καλύψουμε το χαμένο έδαφος της πανδημίας για να μπορέσουμε στην συνέχεια να αναπτυχθούμε πέρα και πάνω από τα μεγέθη στα οποία βρεθήκαμε όταν μας χτύπησε η πανδημία» τόνισε.
«Η πανδημία άλλαξε όλο τον χάρτη των δημοσιονομικών πολιτικών. Ανέδειξε την ανάγκη του κράτους να ξοδέψει σημαντικότατα ποσά στην στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, όμως, μας επέτρεψε να ξεφύγουμε από τον βραχνά των πρωτογενών πλεονασμάτων, έτσι όπως αυτά τα είχε διαπραγματευθεί η προηγούμενη Κυβέρνηση. Και η συζήτηση, βέβαια, η οποία θα ξεκινήσει στην Ευρώπη, για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο σταθερότητας μετά την πανδημία, σίγουρα θα λάβει υπόψη και τα μαθήματα από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίσαμε την πανδημία» υπογράμμισε ο κ. Μητσοτάκης.
Μιλώντας για τα βήματα που έκανε η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ο Πρωθυπουργός ανέφερε: «Ουδέποτε αναστείλαμε τις μεταρρυθμίσεις και βέβαια τώρα, καθώς η πανδημία τελειώνει, θα πατήσουμε περισσότερο γκάζι και όχι περισσότερο φρένο, έτσι ώστε οι μεταρρυθμίσεις ως δουλειά υποδομής για το νέο μοντέλο ανάπτυξης το οποίο οραματιζόμαστε, να γίνουν πράξη μία ώρα αρχύτερα».
Καθώς συμπληρώνονται σε λίγες μέρες δύο χρόνια από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, και με ορίζοντα την επόμενη δεκαετία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισήμανε ότι «το μεγάλο αναπτυξιακό άλμα» που μπορεί να πετύχει η Ελλάδα «θα πρέπει να έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από την προηγούμενη ανάπτυξη, με πολύ μεγαλύτερη αξιοπιστία, με την αναγνώριση από το εξωτερικό ότι διαθέτει μία αξιόπιστη Κυβέρνηση και βέβαια όπως είπε και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με πολλά νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και Ευρωπαϊκό επίπεδο, τα οποία θα μας επιτρέψουν να θεραπεύσουμε το μεγάλο ασθενή της ελληνικής οικονομίας, που δεν είναι άλλος από το χάσμα επενδύσεων το οποίο μας χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη».
Μιλώντας για τα ζητήματα της Παιδείας ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε ως σημαντική πρόκληση την απομάκρυνση από το στερεότυπο ότι μόνο με ένα πτυχίο πανεπιστημίου μπορείς να βρεις μια καλή δουλειά και να εξασφαλίσεις τελικά την επαγγελματική σου αποκατάσταση. «Δεν μπορούμε να βλέπουμε τα παιδιά της τεχνικής εκπαίδευσης, τους φοιτητές της τεχνικής εκπαίδευσης ως παιδιά ενός κατώτερου θεού. Είναι λάθος πρότυπο» υπογράμμισε ο Πρωθυπουργός.
Ακολουθούν οι παρεμβάσεις του Πρωθυπουργού:
Κυριάκος Μητσοτάκης: Ευχαριστώ πολύ, κ. Παπαλεξόπουλε. Καλημέρα στον φίλο Albert στη Νέα Υόρκη και καλησπέρα σε όλους τους παρευρισκόμενους. Εύχομαι πραγματικά αυτή να είναι η τελευταία Γενική Συνέλευση η οποία θα διεξαχθεί σε συνθήκες πανδημίας.
Επιτρέψτε μου πολύ σύντομα να σταθώ σε ένα σημείο το οποίο θίξατε στην εισαγωγική σας τοποθέτηση το οποίο πιστεύω ότι έχει πολύ μεγάλη αξία, καθώς προδιαγράφουμε την πορεία της χώρας μετά την πανδημία.
Αναφερθήκατε στην έννοια της οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Και πράγματι αυτός ο όρος είναι ευρύτερος από τον όρο ανάπτυξη, τον οποίο συχνά χρησιμοποιούμε για να αποτυπώσουμε την οικονομική μας πρόοδο ως χώρα. Και στέκομαι ιδιαίτερα σε αυτόν τον όρο διότι πράγματι πιστεύωότι αυτή τη στιγμή στην χώρα μας οι συνθήκες είναι κατάλληλες για να μπορέσουμε να κάνουμε ένα μεγάλο άλμα προόδου.
Αυτό το άλμα θα είναι ταυτόχρονα και ένα αναπτυξιακό άλμα. Η ανάπτυξη η οποία θα έρθει τα επόμενα χρόνια είμαι σίγουρος ότι θα είναι μια ανάπτυξη ισχυρή και πιστεύω ότι πολύ σύντομα, εντός του 2022, θα καλύψουμε το χαμένο έδαφος της πανδημίας για να μπορέσουμε στην συνέχεια να αναπτυχθούμε πέρα και πάνω από τα μεγέθη στα οποία βρεθήκαμε όταν μας χτύπησε η πανδημία.
Αυτή η ανάπτυξη πρέπει να έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από την ανάπτυξη της προ-προηγούμενης δεκαετίας και σίγουρα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν και τα μαθήματα από την πανδημία. Πρέπει να είναι μια ανάπτυξη η οποία θα ενσωματώνει και θα μετατρέπει σε συγκριτικά πλεονεκτήματα τις δύο μεγάλες προκλήσεις των καιρών μας: την ψηφιακή επανάσταση και την προσαρμογή σε μια οικονομία χαμηλών και τελικών μηδενικών εκπομπών άνθρακα. Την ανάγκη, δηλαδή, να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή.
Αλλά θα πρέπει να είναι και μια ανάπτυξη -ο όρος συμπεριληπτική δεν μου λέει πολλά πράγματα- διότι νομίζω ότι πολλοί λίγοι μπορούν να τον αντιληφθούν, θα το πω περιγραφικά, θα πρέπει να είναι μια ανάπτυξη η οποία θα περιορίζει τις ανισότητες. Και πιστεύω ότι σήμερα πια, έχοντας αφομοιώσει διδάγματα από το εξωτερικό αλλά και τα δικά μας διδάγματα, αυτά τα οποία μάθαμε τα χρόνια της κρίσης, νομίζω ότι ξέρουμε πολύ καλά ποια θα πρέπει να είναι τα θεμέλια πάνω στα οποία θα χτιστεί αυτή η καινούργια αναπτυξιακή δυναμική.
Είχαμε θέσει, όταν ο ελληνικός λαός μας εμπιστεύθηκε την διακυβέρνηση του τόπου, τρεις μεγάλους στόχους που έπρεπε να απαντήσουν σε τρεις ταυτόχρονες προκλήσεις.
Η πρώτη αφορούσε την αλλαγή της μακροοικονομικής πολιτικής προς μια πολιτική με χαμηλότερους φόρους, η οποία δεν θα διακινδύνευε την δημοσιονομική ισορροπία. Η πανδημία άλλαξε όλο τον χάρτη των δημοσιονομικών πολιτικών. Ανέδειξε την ανάγκη του κράτους να ξοδέψει σημαντικότατα ποσά στην στήριξη της πραγματικής οικονομίας.
Ταυτόχρονα, όμως, μας επέτρεψε να ξεφύγουμε από τον βραχνά των πρωτογενών πλεονασμάτων, έτσι όπως αυτά τα είχε διαπραγματευθεί η προηγούμενη Κυβέρνηση. Και η συζήτηση, βέβαια, η οποία θα ξεκινήσει στην Ευρώπη, για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο σταθερότητας μετά την πανδημία, σίγουρα θα λάβει υπόψη και τα μαθήματα από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίσαμε την πανδημία.
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση αφορούσε στις λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές. Τις μεταρρυθμίσεις. Αυτές οι οποίες θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά μας και θα θέσουν τα θεμέλια για την ανάπτυξη, τη δίκαιη ανάπτυξη, την ανάπτυξη με λιγότερες ανισότητες, όπως και εσείς την περιγράψατε.
Εκεί πιστεύω ότι και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κάναμε σημαντικά βήματα. Ουδέποτε αναστείλαμε τις μεταρρυθμίσεις και βέβαια τώρα, καθώς η πανδημία τελειώνει, θα πατήσουμε περισσότερο γκάζι και όχι περισσότερο φρένο, έτσι ώστε οι μεταρρυθμίσεις ως δουλειά υποδομής για το νέο μοντέλο ανάπτυξης το οποίο οραματιζόμαστε, να γίνουν πράξη μία ώρα αρχύτερα.
Και η τρίτη μεγάλη πρόκληση αφορούσε το τραπεζικό σύστημα, όπου και εκεί, μέσα στην πανδημία έγιναν σημαντικότατες παρεμβάσεις και αλλαγές, με αποτέλεσμα σήμερα το πρόβλημα των κόκκινων δανείων να είναι πολύ λιγότερο οξύ απ’ ότι ήταν πριν από δύο χρόνια και να συζητούμε πολύ περισσότερο για το πως οι τράπεζες θα χρηματοδοτήσουν και πάλι την πραγματική οικονομία, παρά πως θα διαχειριστούν τα προβλήματα τα οποία κληρονόμησαν από το παρελθόν.
Άρα, εν κατακλείδι, θεωρώ ότι καθώς συμπληρώνονται σε λίγες μέρες δύο χρόνια από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου και βλέποντας τον ορίζοντα της επόμενης δεκαετίας, η χώρα είναι πολύ καλά τοποθετημένη για αυτό το μεγάλο αναπτυξιακό άλμα, το οποίο όπως σας είπα θα πρέπει να έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από την προηγούμενη ανάπτυξη, με πολύ μεγαλύτερη αξιοπιστία, με την αναγνώριση από το εξωτερικό, ότι διαθέτει μία αξιόπιστη Κυβέρνηση και βέβαια όπως είπε και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με πολλά νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και Ευρωπαϊκό επίπεδο, τα οποία θα μας επιτρέψουν να γιατρέψουμε -και να κλείσω με αυτό- το μεγάλο πρόβλημα, να θεραπεύσουμε το μεγάλο ασθενή της ελληνικής οικονομίας, που δεν είναι άλλος από το χάσμα επενδύσεων το οποίο μας χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Και με μεγάλη χαρά βλέπω ότι και οι όλοι πρόδρομοι δείκτες που αφορούν την μεταποίηση και την επενδυτική δραστηριότητα κινούνται στη σωστή κατεύθυνση.