Για τον κίνδυνο να πάνε χαμένες το 2017 όλες οι θυσίες που έχει καταβάλει τα τελευταία χρόνια ο λαός προειδοποιεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε άρθρο του στο περιοδικό Economist, επισημαίνοντας ότι η πολιτική αλλαγή το νέο έτος αποτελεί προϋπόθεση εξόδου από το τέλμα.
Στο άρθρο του στην ετήσια έκδοση του περιοδικού ο πρόεδρος της ΝΔ παρατηρεί πως το 2017 θα είναι η όγδοη χρονιά των προγραμμάτων διάσωσης της Ελλάδας με τη χώρα να βρίσκεται, αναίτια, στην εντατική, υποστηριζόμενη σε όλες τις βασικές λειτουργίες της οικονομίας της, δίχως να έχει διαφύγει τον κίνδυνο μιας σοβαρής υποτροπής.
Διαβάστε το άρθρο του Κυριάκου Μητσοτάκη
Το 2017 θα είναι η όγδοη χρονιά των προγραμμάτων διάσωσης της Ελλάδας. Η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται – αναίτια κατά τη γνώμη μου – στην εντατική, υποστηριζόμενη σε όλες τις βασικές λειτουργίες της οικονομίας της, δίχως να έχει διαφύγει τον κίνδυνο μιας σοβαρής υποτροπής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πλέον ότι η παρατεινόμενη ελληνική κρίση αποτελεί κατά κύριο λόγο μια αποτυχία του πολιτικού μας συστήματος.
Αυτό όμως είναι και το αισιόδοξο μήνυμα: μια πολιτική αλλαγή μπορεί να φέρει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Αυτό που επιθυμούν όλοι οι Έλληνες αλλά και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας. Αυτό για το οποίο έχουν γίνει σημαντικές θυσίες όλα αυτά τα χρόνια, που όμως κινδυνεύουν να εξαϋλωθούν, αν η πολιτική αλλαγή δεν επέλθει εγκαίρως.
Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως ένα τολμηρό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις προσέλκυσης επενδύσεων, δημιουργίας θέσεων εργασίας και εισόδου της χώρας σε έναν ενάρετο κύκλο βιώσιμης ανάπτυξης.
Έχει καταστεί πλέον σαφές τι απαιτείται για να τα πετύχουμε αυτά. Πώς πρέπει να προσαρμοστεί ο κρατικός μηχανισμός, να εξορθολογιστεί το θεσμικό πλαίσιο, να ενδυναμωθούν ανεξάρτητοι θεσμοί, να διευκολυνθεί το επιχειρείν, να επιταχυνθούν οι αποκρατικοποιήσεις.
Αυτή η παραδοχή ούτε ίσχυε ούτε ήταν πλειοψηφική μέχρι πολύ πρόσφατα στην Ελλάδα. Σήμερα όμως αποδεδειγμένα είναι. Οι Κυβερνήσεις της κρίσης μέχρι το 2015 κατανοούσαν την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων αλλά έβρισκαν αντίσταση στους πολίτες και τις οργανωμένες ομάδες πίεσης. Αυτή ήταν η βασικότερη ίσως αιτία της βραδύτητας στη λήψη και πλήρη εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων, που είχε ως συνέπεια την επιμήκυνση και την επίταση της κρίσης.
Το 2015, το πείραμα ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνον απέτυχε παταγωδώς, αλλά ανέδειξε ακόμη πιο επιτακτικά τον μονόδρομο των ριζικών μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα. Με τον σκληρότερο τρόπο που επιβλήθηκε από το αχρείαστο 3ο Μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ, ο ελληνικός λαός κατανόησε – έστω και αργά – ότι δεν υπάρχουν εύκολες παρακαμπτήριοι.
Κι εδώ εντοπίζεται το οξύμωρο: Σήμερα, έχοντας επιτέλους απομυθοποιήσει το λαϊκισμό, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού είναι έτοιμη να υποστηρίξει ένα τολμηρό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, αλλά η πολιτική ηγεσία της χώρας αδυνατεί. Είτε για λόγους ιδεοληψίας, είτε από έλλειψη ικανότητας, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα στην ανάπτυξη.
Γι’ αυτό η πολιτική αλλαγή είναι αναγκαία προϋπόθεση για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Χρειάζεται μια τολμηρή, ικανή, μεταρρυθμιστική Κυβέρνηση που θα υλοποιήσει με συνέπεια αυτό το πρόγραμμα για το οποίο για πρώτη φορά από το 2010 είναι έτοιμος ο ελληνικός λαός.
Είναι επόμενο ότι όσο πιο σύντομα συντελεστεί η πολιτική αλλαγή τόσο πιο σύντομα θα υλοποιηθεί το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της χώρας. Όμως ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας. Αντίθετα. Κάθε μέρα που περνά ως έχει, προσθέτει βάρη και απομακρύνει ευκαιρίες.
Έχουμε ήδη διανύσει τη μισή διάρκεια του τρίτου προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας. Μόλις τον περασμένο Οκτώβριο καταφέραμε να ολοκληρώσουμε την πρώτη αξιολόγηση και ακόμη δεν διαφαίνεται το χρονικό σημείο της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης. Δεν θα μπορούσαν οι ρυθμοί να είναι βραδύτεροι. Σε σημείο που πλέον ατενίζουμε το καλοκαίρι του 2017 με επιφυλάξεις αντίστοιχες με εκείνες που είχαμε για το καλοκαίρι του 2015. Οι υποχρεώσεις της χώρας είναι δεδομένες και ανελαστικές. Δεν είναι διαπραγματεύσιμες. Δεν είναι χρονικά μεταθέσιμες. Τα όρια για άλλη μια φορά εξαντλούνται και η κλεψύδρα αδειάζει απειλητικά.
Παράλληλα, οι ευκαιρίες δεν περιμένουν. Μπορεί να διασφαλίστηκαν από την Ε.Κ.Τ. λίγοι ακόμη μήνες προκειμένου να καταφέρουμε να καρπωθούμε τα οφέλη της ποσοτικής χαλάρωσης μέχρι το τέλος του 2017, αλλά όσο καθυστερούμε τόσο αναβάλλουμε την ανάκαμψη της οικονομίας μας και ρισκάρουμε την απώλεια αυτού του καθοριστικής σημασίας εργαλείου.
Μέσα στο 2017 θα έχει κριθεί σε καθοριστικό βαθμό η μοίρα του τρίτου προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας. Δίχως πολιτική αλλαγή, το αποτέλεσμα μοιάζει αναπόφευκτο. Και βέβαια, δίχως πολιτική αλλαγή, η Ελλάδα στην καλύτερη περίπτωση θα παραμένει διασωληνωμένη και εξαρτώμενη από τους πιστωτές και τους εταίρους μας – στο μέτρο πάντα που εκείνοι θα εξακολουθούν να επενδύουν σε ένα σενάριο ανάκαμψης της χώρας μέσα στην ευρωζώνη.
Αυτό το τελευταίο δεν είναι πλέον καθόλου δεδομένο. Ιδιαίτερα καθώς το 2017 είναι ένα εκλογικό έτος για τις χώρες του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης. Ο συνδυασμός μιας αναμενόμενης εσωστρέφειας στις προτεραιότητες των εταίρων μας μαζί με μια κούραση – ίσως και απελπισία – για την έκβαση του Ελληνικού ζητήματος, ίσως αφαιρέσει κάθε προοπτική περαιτέρω στήριξης μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος.
Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν καταστροφική.
Ωστόσο, δεν θα σταθώ σε αυτήν. Στην αρχή κάθε νέας χρονιάς, η αισιοδοξία κορυφώνεται ακόμη και στις πλέον αντίξοες συνθήκες. Είμαι αισιόδοξος ότι θα επέλθει η αναγκαία πολιτική αλλαγή που θα αναδείξει μια Κυβέρνηση ικανή να υλοποιήσει αυτό που η κοινή λογική και η βούληση του ελληνικού λαού προτάσσει.
Η Νέα Δημοκρατία, που σήμερα είναι με μεγάλη διαφορά η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στη χώρα, είναι έτοιμη να αναλάβει τις ευθύνες της διακυβέρνησης της Ελλάδας. Είμαστε έτοιμοι να υλοποιήσουμε ένα τολμηρό εμπροσθοβαρές μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που σε συνδυασμό με έναν δραστικό εξορθολογισμό της φορολογίας, θα οδηγήσει την Ελλάδα στην οριστική έξοδο από την κρίση και στη βιώσιμη δυναμική ανάπτυξη.
Μπορούμε έτσι να απελευθερώσουμε τη συμπιεσμένη δυναμική της ελληνικής οικονομίας και να οδηγήσουμε τη χώρα σε έναν ενάρετο κύκλο που θα επιβραβεύει τις θυσίες των Ελλήνων πολιτών και θα δικαιώνει τη συμπαράσταση των εταίρων μας.