Την ανάγκη “η πολιτική αλλαγή να πραγματοποιηθεί εγκαίρως στην Ελλάδα”, υπογράμμισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του Λουκά Τσούκαλη, “Η Υπεράσπιση της Ευρώπης”, στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
«Έτσι», είπε ο κ. Μητσοτάκης «η Ελλάδα θα μπορέσει από καταλύτης ανάδειξης του ευρωπαϊκού προβλήματος, να γίνει προπομπός της λύσης».
Χαρακτήρισε «εξαιρετική» τη δουλειά που έχει κάνει ο Λουκάς Τσούκαλης «τόσο ατομικά όσο και στο πλαίσιο του ΕΛΙΑΜΕΠ, για να αναδείξει ζητήματα που άπτονται του στρατηγικού προσανατολισμού της χώρας και των εξωτερικών της σχέσεων».
«Η Ελλάδα», είπε ο κ. Μητσοτάκης «κατά τα τελευταία χρόνια, υπήρξε μια ιδιότυπη πρωταγωνίστρια σε όσα διαδραματίστηκαν και αποδεικνύονται καθοριστικά για το μέλλον της Ευρωζώνης. Ήταν κυρίως η ελληνική κρίση που ανέδειξε τις μεγάλες ατέλειες του θεσμικού οικοδομήματος της Ο.Ν.Ε. Μιας Νομισματικής Ένωσης που, όμως, δεν έγινε ποτέ πραγματική Οικονομική Ένωση. Ήταν κυρίως η ελληνική κρίση που ανέδειξε τα μεγάλα προβλήματα της διακυβέρνησης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Ήταν κυρίως η ελληνική κρίση που δημιούργησε την ανάγκη ενός μηχανισμού αντιμετώπισης κρίσεων που πρωτύτερα δεν υπήρχε – του EFSF αρχικά και έπειτα του ESM. Η Ελλάδα υπήρξε ένας ακούσιος καταλύτης αυτών των εξελίξεων. Και είναι πιθανό πως όσο το ελληνικό πρόβλημα θα βρίσκεται σε εξέλιξη, τόσο θα συνεχίσουμε να αναδεικνύουμε αδυναμίες διακυβέρνησης στην Ευρωζώνη αλλά και στην Ε.Ε. εν γένει».
«Στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης», συνέχισε ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, «η Ευρώπη επέδειξε ταυτόχρονα τις θετικές της προθέσεις αλλά και τους εγγενείς της περιορισμούς. Ομολογουμένως, η Ελλάδα έγινε αποδέκτης της αλληλεγγύης των Ευρωπαίων εταίρων μας στη διαχείριση των δυο μεγάλων προβλημάτων. Της οικονομικής κρίσης και του προσφυγικού προβλήματος – αλληλεγγύης πραγματικής και όχι θεωρητικής. Άσχετα αν ιδιαίτερα, στο ζήτημα της εκμετάλλευσης των κονδυλίων για τους πρόσφυγες, η σημερινή Κυβέρνηση απέτυχε και ελέγχεται γι’ αυτό. Αλλά η αλληλεγγύη αυτή πήρε τη μορφή μιας περιορισμένης ευκαιριακής αντίδρασης στα προβλήματα καθώς ανέκυπταν. Όχι μιας συγκροτημένης στρατηγικής για την εξουδετέρωσή τους. Και σίγουρα δεν ήταν επαρκής για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα αυτά στην πλήρη διάστασή τους».
Τόνισε ότι «η αδυναμία των ευρωπαϊκών ελίτ να διασφαλίσουν τη δίκαιη διάχυση των ευκαιριών και των πλεονεκτημάτων των ανοικτών συνόρων, του ελεύθερου εμπορίου, της προόδου της τεχνολογίας σε όσο το δυνατό περισσότερους πολίτες», δημιούργησε μια «αίσθηση ανισότητας στα κράτη – μέλη» κι ήταν αυτή «που κατά κύριο λόγο αναζωπύρωσε τον ευρωπαϊκό εθνικισμό μαζί με το λαϊκισμό».
«Γι’ αυτό, η μάχη για την υπεράσπιση της Ευρώπης δεν θα δοθεί στις Βρυξέλλες. Θα δοθεί στα κράτη – μέλη. Στις φτωχότερες γειτονιές του Ευρωπαϊκού Νότου αλλά και του Ευρωπαϊκού Βορρά. Στο Περιστέρι Αττικής, στα Τζουμέρκα της Ηπείρου, στο Ηράκλειο της Κρήτης και όχι στο Στρασβούργο, το Λουξεμβούργο και το Βερολίνο. Εκεί είναι που χρειάζεται να κερδίσει το χαμένο έδαφος η πολιτική του πραγματισμού, της αλήθειας, του ορθού λόγου», συνέχισε ο κ. Μητσοτάκης.
«Στην Ευρώπη», επισήμανε ο κ. Μητσοτάκης, «σήμερα, ζούμε την αμφισβήτηση κάθε συστημικής ηγεσίας. Και αυτή η αμφισβήτηση μπορεί να πάρει τεράστιες – απρόβλεπτες διαστάσεις και να αφήσει δυσεπούλωτα τραύματα στο πέρασμά της. Στην Ελλάδα το βιώνουμε αυτό. Φτάσαμε πολύ κοντά στο δρόμο δίχως επιστροφή. Και δεν τον έχουμε αποφύγει οριστικά ακόμη. Διότι εξακολουθούμε να έχουμε μια ανίκανη Κυβέρνηση, παρότι η βούληση του ελληνικού λαού έχει αναμφισβήτητα μεταστραφεί. Διότι αν υπάρχει ένα καλό που έκανε ο κ. Τσίπρας, είναι ότι συνέτριψε οριστικά το λαϊκίστικο αφήγημα του εύκολου δρόμου για την έξοδο από την κρίση. Σίγουρα κόστισε πολύ αυτή η εμπειρία. Αλλά μετά την εμπειρία του κ. Τσίπρα, η Ελλάδα γυρίζει αποφασιστικά την πλάτη στην ανευθυνότητα και τον τυχοδιωκτισμό. Και αυτή είναι η μεγάλη πραγματική ελπίδα για τη χώρα μας. Ότι δηλαδή, παρότι πρώτη βυθίστηκε στη δίνη του λαϊκισμού, τώρα που αντίστοιχα ρεύματα κερδίζουν δύναμη αλλού στην Ευρώπη, στην Ελλάδα είμαστε έτοιμοι για το επόμενο βήμα. Προς την πολιτική της ευθύνης, της αλήθειας και του πραγματισμού».
«Πιστεύω», ανέφερε ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, «πως το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος είναι εκείνο της ατολμίας, της ακινησίας, της αντίληψης της εξουσίας ως αυτοσκοπού. Δεν μας ενδιαφέρουν τα όποια προνόμια της διακυβέρνησης, αλλά οι ευθύνες της. Διότι αντιλαμβανόμαστε πως οφείλουμε να κατοχυρώσουμε το αύριο της χώρας. Διότι γνωρίζουμε πως ο κίνδυνος για τη χώρα είναι μεγάλος και τα διακυβεύματα για το μέλλον ακόμα μεγαλύτερα. Είμαστε έτοιμοι να επωμιστούμε τις βαριές αυτές ευθύνες».