Αυστηρή εποπτεία και ελάφρυνση του χρέους «αν χρειαστεί» προανήγγειλαν από τους Δελφούς οι εκπρόσωποι των δανειστών για την περίοδο μετά το πρόγραμμα, τη στιγμή που ΤτΕ και κυβέρνηση συνεχίζουν την έντονη αντιπαράθεσή τους για το ενδεχόμενο μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής.

Μιλώντας το Σάββατο σε πάνελ στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, υπεραμύνθηκε για άλλη μια φορά της θέσης του για την αναγκαιότητα μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής μετά το τέλος του προγράμματος, τονίζοντας μάλιστα ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, ως ανεξάρτητη Αρχή, διατηρεί το δικαίωμα να εκφράζει άποψη για την οικονομία. «Η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να χτίσει ένα “μαξιλάρι” ρευστότητας. Η ΤτΕ, που είναι ανεξάρτητη και δεν δέχεται οδηγίες, συμβουλεύει να εξεταστεί η προληπτική γραμμή στήριξης. Το μέτρο αυτό θα μειώσει το κόστος δανεισμού και θα διατηρήσει το waiver για τις ελληνικές τράπεζες», είπε συγκεκριμένα ο κ. Στουρνάρας.

Απάντησε, μάλιστα, στο επιχείρημα του πρωθυπουργού την Παρασκευή ότι μια προληπτική πιστωτική γραμμή θα είναι ένα Μνημόνιο με άλλο όνομα, τονίζοντας με νόημα: «Εθελοντικά δώσαμε μέρος της κυριαρχίας μας στην Ευρωζώνη και την ΕΚΤ για αρκετά χρόνια», ενώ υπενθύμισε τους κανονισμούς της Ευρωζώνης που δεσμεύουν την Ελλάδα για αρκετά χρόνια σε καθεστώς ισχυρής εποπτείας έως ότου αποπληρωθεί το 75% του χρέους. «Δεν το θεωρώ πρόβλημα. Εχουμε πάρει το μάθημά μας από την κρίση και δεν μας παίρνει να κάνουμε βήματα πίσω».

Ο ίδιος εξέφρασε την αισιοδοξία ότι «το πολιτικό σύστημα δεν θα επιστρέψει στις παλιές, κακές του συνήθειες». Μεταξύ των κινδύνων στον ορίζοντα για την ανάκαμψη της οικονομίας, ανέφερε την αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων που παρατηρείται τις τελευταίες εβδομάδες «μετά από ένα πολύ καλό 2017». Η εξέλιξη αυτή, είπε, αποτελεί «έναν σαφή κίνδυνο» για τη δυναμική του χρέους..

Για να αυξηθεί η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας απέναντι σε πιθανά εξωγενή σοκ, σύμφωνα με το διοικητή της ΤτΕ, πέρα από ενίσχυση των θεσμών, απαιτούνται «κοινωνική και πολιτική συναίνεση, ξένες άμεσες επενδύσεις, εκτεταμένη χρήση Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα, δραστική αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης, διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών για τον περιορισμό της άτυπης οικονομίας, ενίσχυση του τριγώνου της γνώσης και επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και της αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας».

Το τελευταίο μάλιστα, όπως επανέλαβε, «θα μπορούσε να είναι το αντάλλαγμα που θα προσφέρει η ελληνική κυβέρνηση στους δανειστές για τη μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 3,5% στο 2% του ΑΕΠ».

Απάντηση

Απαντώντας στον κ. Στουρνάρα από άλλο πάνελ, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Γιάννης Δραγασάκης, απέρριψε ξανά το ενδεχόμενο της προληπτικής γραμμής στήριξης, τονίζοντας πως μία τέτοια πρωτοβουλία δεν αποτελεί λύση, αλλά μεταθέτει το πρόβλημα της εξάρτησης και επί της ουσίας μεταφράζεται σε μία ημι-μνημονιακή κατάσταση.

«Πρέπει να έχουμε το δικό μας σχέδιο για την επόμενη μέρα, καθώς και την ευθύνη να το υλοποιήσουμε. Kαι αυτό θα γίνει με την πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση, τη δημιουργία δηλαδή του δικού μας κουμπαρά και την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης», πρόσθεσε ο κ. Δραγασάκης. Επισήμανε, μάλιστα, ότι τα χρήματα που έχουν μέχρι στιγμής συγκεντρωθεί από την Ελλάδα και τους εταίρους της ήδη πλησιάζουν να καλύψουν το ποσό που κρίνεται αναγκαίο ως δικλίδα ασφαλείας. Οσο για εκείνους που κάνουν λόγο για μη καθαρή έξοδο, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης υπογράμμισε πως πίσω «από αυτή τη θέση κρύβονται σκοπιμότητες».

Μεταρρυθμίσεις

Ελάφρυνση χρέους, εάν και εφόσον χρειαστεί, αλλά σταθερή υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων από την Ελλάδα είναι το σκηνικό που περιέγραψε για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, θυμίζοντας την κλασική πια γερμανική θέση ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται τόσο ελάφρυνση χρέους όσο υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.

«Το λέω εγώ, επικεφαλής του οργανισμού που είναι ο μεγαλύτερος δανειστής της χώρας. Είναι σημαντικό γι’ εμάς να μπορεί η χώρα να εξοφλεί τις υποχρεώσεις της, κάναμε πολλά γι’ αυτό και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε» είπε ο κ. Ρέγκλινγκ.

Στη συνέχεια θύμισε ότι ήδη οι πληρωμές χρέους για την Ελλάδα είναι πολύ χαμηλές έως το 2022, ενώ η μέση ωρίμανση των δανείων του ESM είναι 32,5 χρόνια. «Η χώρα θα εξοφλήσει τις τελευταίες οφειλές της το 2059», συμπλήρωσε.

Στο άμεσο μέλλον είπε ότι οι υπουργοί Οικονομικών θα δουν αν η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερη ελάφρυνση χρέους.

«Είναι σαφές τι μπορεί να γίνει, αλλά δεν ξέρουμε αν θα πρέπει και πόσο τα μέτρα θα χρησιμοποιηθούν. Το σημαντικό είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει τις υποσχέσεις για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και μετά το πρόγραμμα» είπε ο κ. Ρέγκλινγκ, για να προσθέσει . «Ενα από τα βασικά στοιχεία είναι να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022». Διαφώνησε, μάλιστα, με την άποψη ότι το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ θα πλήξει την ανάπτυξη, σημειώνοντας ότι αν επιτευχθεί ο στόχος δεν απαιτούνται περισσότερα μέτρα.

«Κλειδί», τόνισε, είναι και η ανάπτυξη. Τα μεσοπρόθεσμα μέτρα μπορούν να συνδεθούν με αυτήν και αυτό είναι προς το συμφέρον και των δυο πλευρών. Ο μηχανισμός θα σχεδιαστεί τους επόμενους μήνες «και είναι νωρίς να πούμε πώς θα μοιάζει».

Ξεκαθάρισε, πάντως, ότι αν η Ελλάδα αποδειχθεί ότι θα χρειαστεί περαιτέρω ελάφρυνση χρέους, η μετά το πρόγραμμα επιτήρηση μπορεί να είναι πιο αυστηρή . Θύμισε ότι υπάρχει το εργαλείο «προληπτικής γραμμής», αλλά γι’ αυτό απαιτείται αίτημα της Ελλάδας και η τελευταία έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν το χρειάζεται. «Κοιτώντας την κατάσταση στις αγορές και τις προβλέψεις, δεν φαίνεται να είναι απαραίτητη» ανέφερε.

Ο φόβος

Τη θέση του ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί μια περίοδο από 5 έως 10 χρόνια για να σταθεροποιήσει την οικονομία της, επανέλαβε από τους Δελφούς και ο επικεφαλής της ομάδας της Ε.Ε. για την Ελλάδα, Ντέκλαν Κοστέλο, μην κρύβοντας μάλιστα τον φόβο του ότι η Ελλάδα είναι πιθανό να σταματήσει ή να αναστρέψει μεταρρυθμίσεις μετά το τέλος του προγράμματος.

Μιλώντας και αυτός σε ένα από τα πολυάριθμα πάνελ του Delphi Economic Forum και αναφερόμενος στις μεταρρυθμίσεις του προγράμματος τόνισε: «Νομίζω ότι υπάρχει κίνδυνος μη εφαρμογής. Η δημόσια διοίκηση έχει κάνει μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν είναι ακόμη ικανή μόνη της να τις κάνει (τις μεταρρυθμίσεις). Είναι μία διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Πρέπει να υπάρξει εποπτεία υπό τη σωστή μορφή». Και πρόσθεσε: «Αλλά δεν μπορούμε να είμαστε εδώ για πάντα. Δεν μπορεί να μείνει σε πρόγραμμα για πάντα η Ελλάδα. Πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη ιδιοκτησία μεταρρυθμίσεων».

Οσο για την «επόμενη μέρα», δεν τοποθετήθηκε σαφώς υπέρ μιας προληπτικής γραμμής στήριξης, αλλά επεσήμανε τα προβλήματα που υπάρχουν στην Ελλάδα όσον αφορά το δημόσιο χρέος, το οποίο είπε ότι θα πρέπει να καταστεί βιώσιμο, που είναι το εξωτερικό ισοζύγιο και τα «κόκκινα» δάνεια. «Η εμπειρία μάς έχει δείξει ότι για να λυθούν τα προβλήματα στο ισοζύγιο χρειάζεται πολύς χρόνος» είπε χαρακτηριστικά, εκτιμώντας ότι το πραγματικό πρόβλημα είναι εάν η Ελλάδα θα καταφέρει να αποκτήσει βιώσιμη ανάκαμψη σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο.

Τόνισε ότι στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων έχει υπάρξει μεγάλη πρόοδος, καθώς όλα τα προαπαιτούμενα έχουν υιοθετηθεί. Ωστόσο, όσον αφορά σε βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, είπε: «Εχουμε ορίζοντα χρόνου 5 ή 10 ετών. Επομένως, η εφαρμογή είναι σε σχετικά πρώιμο επίπεδο».

Για αναπτυξιακή δυναμική

Τη θέση ότι τα διαπραγματευτικά λάθη που έγιναν την τριετία 2015-2017 κόστισαν πολλά δισ. ευρώ στο χρέος, εξέφρασε σε δική του τοποθέτηση από το Φόρουμ των Δελφών ο επικεφαλής του τομέα Οικονομίας της Ν.Δ., Χρήστος Σταϊκούρας, αφού η αναπτυξιακή δυναμική που διαφαινόταν αναστράφηκε.

«Η χώρα επέστρεψε σε ύφεση το 2015-16 και επιτυγχάνει το 2017 ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης πολύ χαμηλότερους από τις αρχικές εκτιμήσεις, διευρύνοντας το χάσμα από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες. Το χειρότερο είναι ότι ο εκτιμώμενος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης για τις επόμενες δεκαετίες της ελληνικής οικονομίας έχει πέσει στο 1% από 1,9% που προέβλεπαν οι θεσμοί το 2014 για την ελληνική οικονομία», είπε.

Εθεσε μάλιστα τέσσερις προϋποθέσεις για να επανέλθει μια μόνιμη και διατηρήσιμη οικονομική μεγέθυνση και να δημιουργηθεί πολύτιμος δημοσιονομικός χώρος:

1. Αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής. Επιβάλλεται η απλοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας και η σταδιακά μείωση των φορολογικών συντελεστών.

2. Εκπόνηση ενός συνεκτικού σχεδίου αποκρατικοποιήσεων, που θα εκτείνεται για την περίοδο μετά το 2018, με στόχο τη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

3. Ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, μέσω της αξιοποίησης των διαθέσιμων ευρωπαϊκών κονδυλίων, της πλήρους εκτέλεσης των δημοσίων επενδύσεων και της αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.

4. Υλοποίηση ουσιαστικών παρεμβάσεων για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.