Σύμφωνα με βρετανούς επιστήμονες, η πρέπει να είναι 90% λιγότερο σοβαρή από τη Δέλτα για να αποφευχθεί νέο κύμα νοσηλειών

Η παραλλαγή Όμικρον του κορωνοϊού πρέπει να είναι περίπου 90% λιγότερο σοβαρή από τη Δέλτα, προκειμένου να αποτραπεί ένα νέο μεγάλο κύμα νοσηλειών μέσα στον χειμώνα, ανάλογο με την κορύφωση των προηγούμενων κυμάτων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ομάδας επιστημονικών συμβούλων Sage (Scientific Advisory Group for Emergencies) της βρετανικής κυβέρνησης.

Η εκτίμηση αυτή, σύμφωνα με τη βρετανική “Ιντιπέντεντ”, γίνεται με βάση την υπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν περαιτέρω περιορισμοί ή σημαντικές αλλαγές στη συμπεριφορά του πληθυσμού τον χειμώνα. Επίσης η εκτίμηση πρέπει να αξιολογηθεί έχοντας υπόψη ότι, με βάση δύο νέες βρετανικές μελέτες, φαίνεται πως οι άνθρωποι που μολύνονται από την Όμικρον, έχουν 40% έως 70% μικρότερη πιθανότητα να εισαχθούν στο νοσοκομείο, συγκριτικά με την παραλλαγή Δέλτα.

Όμως, και οι δύο ανωτέρω μελέτες – μία του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου και μία από τη Σκωτία – βασίζονται σε μικρό αριθμό κρουσμάτων Όμικρον, ιδίως σε άτομα άνω των 60 ετών που κινδυνεύουν περισσότερο να αρρωστήσουν σοβαρά και να χρειαστούν νοσηλεία. Έτσι, προς το παρόν, παραμένει η αβεβαιότητα αν η Όμικρον είναι εγγενώς λιγότερο νοσογόνος ή αν φαίνεται έτσι, επειδή ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει ανοσία λόγω των εμβολίων.

Οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι παρά τη φαινομενική ηπιότητα της, οι ικανότητες ανοσοδιαφυγής της Όμικρον, σε συνδυασμό με την υψηλή μεταδοτικότητα της, σημαίνει ότι έχει τη δυνατότητα να μολύνει εκατομμύρια ανθρώπους μέσα στην περίοδο των γιορτών. Ακόμη κι αν ένα μικρότερο ποσοστό νοσήσει σοβαρά από ό,τι θα είχε συμβεί με τη Δέλτα, πάλι αυτό το ποσοστό μπορεί να είναι αρκετά μεγάλο σε απόλυτους αριθμούς για να επιβαρύνει ανησυχητικά τα συστήματα υγείας. Είναι ακόμη αδύνατο να γίνει ασφαλής μαθηματική-επιδημιολογική πρόβλεψη για το πού “θα κάτσει η μπίλια”, όσον αφορά τον αριθμό των μελλοντικών νοσηλειών λόγω της Όμικρον.

Εξάλλου, με βάση νέα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η βρετανική Υπηρεσία Ασφάλειας Υγείας, υπάρχουν ενδείξεις ότι η προστασία από τις ενισχυτικές δόσεις έναντι συμπτωματικής λοίμωξης Covid-19 λόγω της Όμικρον αρχίζει να εξασθενεί μετά από περίπου δέκα εβδομάδες. Σύμφωνα με την UK Health Security Agency, θα χρειαστούν λίγες ακόμη εβδομάδες έως ότου εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα των ενισχυτικών-αναμνηστικών δόσεων έναντι του κινδύνου νοσηλείας και θανάτου μετά από λοίμωξη με Όμικρον. Όμως εκτιμά ότι “με βάση την εμπειρία από προηγούμενες παραλλαγές, η προστασία πιθανώς θα είναι σημαντικά υψηλότερη από ό,τι έναντι της συμπτωματικής νόσου”.

Η νέα έκθεση από τη Βρετανία, που ανέλυσε στοιχεία από ανθρώπους που εμβολιάστηκαν με Pfizer/BioNTech, Moderna ή AstraZeneca, συγκρίνοντας 148.000 κρούσματα Δέλτα και 68.000 κρούσματα Όμικρον, σύμφωνα με τους “Τάιμς της Νέας Υόρκης” επιβεβαίωσε ότι τα εμβόλια – τόσο οι δύο δόσεις όσο και η τρίτη- είναι λιγότερο αποτελεσματικά και εξασθενούν πιο γρήγορα έναντι της Όμικρον από ό,τι έναντι της Δέλτα.

Μεταξύ όσων έκαναν δύο δόσεις AstraZeneca, η τρίτη δόση στη συνέχεια με mRNA εμβόλιο Pfizer ή Moderna (ένας συνδυασμός που αφορά πολλά άτομα άνω των 60 ετών και στην Ελλάδα), δύο έως τέσσερις εβδομάδες μετά την ενισχυτική δόση είχε αποτελεσματικότητα 60% στην αποτροπή της νόσου με συμπτώματα. Μετά από δέκα εβδομάδες όμως η αποτελεσματικότητα της τρίτης δόσης Pfizer είχε πέσει στο 35% (πάντα έναντι της πιθανότητας συμπτωματικής νόσησης), ενώ της Moderna στο 45% μετά από εννέα εβδομάδες.

Σε όσους έκαναν τρεις δόσεις Pfizer, η αποτελεσματικότητα έναντι της συμπτωματικής νόσου είχε πέσει από το 70% μια εβδομάδα μετά την ενισχυτική δόση, στο 45% μετά από δέκα εβδομάδες.

Στην καλύτερη θέση βρίσκονταν όσοι είχαν κάνει δύο δόσεις Pfizer και μετά τρίτη δόση Moderna, με την αποτελεσματικότητα του εμβολίου να εκτιμάται στο 75% μετά από εννέα εβδομάδες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025