Ο που προκαλεί την covid-19 μεταλλάσσεται καθώς εξαπλώνεται στον κόσμο, όμως καμία από τις μεταλλάξεις που έχουν καταγραφεί μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να κάνει τον ιό να μεταδίδεται πιο γρήγορα, ανακοίνωσαν σήμερα επιστήμονες.

Επιστήμονες που ερεύνησαν τα γονιδιώματα του ιού που έχουν εντοπιστεί σε 46.723 ανθρώπους που μολύνθηκαν από covid-19 σε 99 χώρες εντόπισαν περισσότερες από 12.700 μεταλλάξεις ή αλλαγές στον ιό SARS-CoV-2.

“Ευτυχώς καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι καμία από αυτές τις μεταλλάξεις δεν κάνει την covid-19 να μεταδίδεται πιο γρήγορα”, δήλωσε η Λούσι Βαν Ντροπ, καθηγήτρια στο University College London’s Genetics Institute και μία από τις συντάκτριες της έρευνας.

Ωστόσο πρόσθεσε: “Πρέπει να παραμείνουμε προσεκτικοί και να εξακολουθήσουμε να παρακολουθούμε τις νέες μεταλλάξεις, κυρίως καθώς αναπτύσσονται τα εμβόλια”.

Οι ιοί μεταλλάσσονται συνεχώς και κάποιοι, όπως οι ιοί της γρίπης, μεταλλάσσονται πιο συχνά από άλλους.

Οι περισσότερες μεταλλάξεις είναι ουδέτερες, αλλά κάποιες μπορεί να ευνοούν τους ιούς, ενώ άλλες να κάνουν τα εμβόλια εναντίον τους λιγότερο αποτελεσματικά. Όταν οι ιοί αλλάζουν με αυτό τον τρόπο, τα εμβόλια για την αντιμετώπισή τους πρέπει να προσαρμόζονται τακτικά για να διασφαλίζεται ότι καλύπτουν τους ανθρώπους σε επαρκές ποσοστό.

Ο Φρανσουά Μπαλούξ, καθηγητής του UCL που επίσης συμμετείχε στην έρευνα, επεσήμανε ότι τα ευρήματά της, προς το παρόν, δεν εγείρουν ανησυχίες για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων που αναπτύσσονται κατά του κορονοϊού, όμως προειδοποίησε ότι η επικείμενη χρήση των εμβολίων ενδέχεται να ωθήσει τον ιό να μεταλλαχθεί προκειμένου να καταφέρει να εισβάλει στον ανοσοποιητικό σύστημα των ανθρώπων.

“Τα νέα από το μέτωπο των εμβολίων μοιάζουν πολύ καλά”, επεσήμανε. “Ο ιός ενδέχεται να αναπτύξει μεταλλάξεις στο μέλλον για να αποφεύγει τα εμβόλια, όμως είμαστε αισιόδοξοι ότι θα μπορέσουμε να τις εντοπίσουμε εγκαίρως, κάτι που θα μας επιτρέψει να τροποποιήσουμε τα εμβόλια αν χρειαστεί”.

Η έρευνα για τις μεταλλάξεις του SARS-CoV-2, προκαταρκτικά ευρήματα της οποίας είχαν δημοσιευθεί τον Μάιο προτού ελεγχθούν από άλλους επιστήμονες, δημοσιεύθηκε στο σύνολό της σήμερα στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications.

ΑΠΕ ΜΠΕ