Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P επιβεβαίωσε το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα Β+ με θετική προοπτική.
«Οι αξιολογήσεις μας για την Ελλάδα αντανακλούν τις βελτιούμενες οικονομικές προοπτικές, που συνοδεύονται από ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις και μία πολύ ευνοϊκή διάρθρωση του κρατικού χρέους. Αυτά σταθμίζονται με το υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος της χώρας, μία δύσκολη κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα, που χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, έναν μηχανισμό νομισματικής μετάδοσης που έχει προβλήματα και τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων που παραμένουν», σημειώνει ο οίκος σε ανακοίνωσή του.
Ο S&P προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με μέσο ρυθμό 2,8% την περίοδο 2019-2022, «καθώς η εγχώρια ζήτηση ενισχύεται και συνεχίζεται η ισχυρή εξαγωγική επίδοση, αν και η επιβράδυνση της Ευρωζώνης που βρίσκεται σε εξέλιξη πιθανόν να περιορίσει τις εξαγωγές».
Ειδικότερα, ο οίκος προβλέπει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα αυξηθεί το 2019 στο 2,3% από 1,9% το 2018 και ότι στη συνέχεια θα ενισχυθεί περαιτέρω στο 2,7% το 2020, στο 3,0% το 2021 και το 3,2% το 2022. «Η ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη», προσθέτει, «εξαρτάται από το μέγεθος και τον ρυθμό μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του τραπεζικού τομέα και την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής μετά τις επικείμενες γενικές εκλογές». «Η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο ευνοϊκά προφίλ χρέους από όλες τις χώρες που αξιολογούμε, σε όρους διάρκειας αποπληρωμής και μέσου επιτοκίου, παρά το μεγάλο κρατικό χρέος», τονίζει ο οίκος.
«Η θετική προοπτική σημαίνει ότι θα μπορούσαμε να αυξήσουμε το αξιόχρεο της Ελλάδας μέσα στους επόμενους 12 μήνες, αν ενισχυθεί η οικονομική ανάκαμψη», αναφέρει ο S&P. Αυτό, προσθέτει, θα μπορούσε να προκύψει από μία πρόσθετη βεβαιότητα όσον αφορά την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής που θα εφαρμόσει η κυβέρνηση μέσω περαιτέρω οικονομικών μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και θα περιορίσουν τις υφιστάμενες κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις. Ένα άλλο έναυσμα για μία αναβάθμιση, προσθέτει ο S&P, θα ήταν μία σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του τραπεζικού συστήματος καθώς και η εξάλειψη των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων που έχουν απομείνει. «Η άμβλυνση των δημοσιονομικών κινδύνων που σχετίζονται με εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις αναφορικά με παλαιότερα μέτρα για τους μισθούς στο δημόσιο τομέα και το συνταξιοδοτικό σύστημα θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει μία αναβάθμιση», προσθέτει. Ο S&P θα μπορούσε να αναθεωρήσει την προοπτική σε σταθερή, «αν, αντίθετα στις προσδοκίες μας, υπάρξει αντιστροφή μεταρρυθμίσεων που έχουν εφαρμοσθεί ή αν οι αναπτυξιακές επιδόσεις είναι σημαντικά πιο αδύναμες από ότι περιμένουμε, περιορίζοντας τη δυνατότητα της Ελλάδας να συνεχίσει τη δημοσιονομική προσαρμογή, τη μείωση του χρέους και την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα».
Ο S&P προβλέπει ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειώνεται από το 2019, με τη βοήθεια της μεγαλύτερης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ (Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος), ενώ η πορεία του θα εξαρτηθεί από τις δημοσιονομικές συνέπειες ενδεχόμενων δυσμενών δικαστικών αποφάσεων για συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις του παρελθόντος καθώς και από την επιτυχία της στρατηγικής για τη στήριξη της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του τραπεζικού τομέα. Ο οίκος προβλέπει ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας την επόμενη τριετία θα είναι υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και το ίδιο προβλέπει όσον αφορά το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ. «Οι προοπτικές για τις ιδιωτικές επενδύσεις βελτιώνονται, επίσης, δεδομένης της σταδιακής αύξησης των άμεσων ξένων επενδύσεων. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μας, αυτό που είναι κρίσιμο για την ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη είναι η σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του τραπεζικού τομέα που θα ενίσχυε σημαντικά τις πιστώσεις στον ιδιωτικό τομέα και θα είχε ως συνέπεια την εμπέδωση των οφελών από τις σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έκανε η Ελλάδα από το 2010», σημειώνεται.
Ο S&P θεωρεί θετική τη συμφωνία των Πρεσπών για τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας. «Πιστεύουμε ότι η συμφωνία είναι θετική για τις οικονομικές σχέσεις και τις προοπτικές ανάπτυξης και των δύο χωρών», σημειώνει και προσθέτει: «Δεδομένου ότι το 2019 θα είναι έτος και εθνικών και ευρωπαϊκών εκλογών, είναι πολύ πιθανόν ότι η πόλωση του πολιτικού σκηνικού θα κλιμακωθεί τους ερχόμενους μήνες. Κατά την άποψή μας, αυτό αποτελεί κίνδυνο για καθυστερήσεις σε τομείς, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, η αύξηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και η περαιτέρω βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος».