«Η σημαντικότερη ίσως παράμετρος που θα δημιουργηθεί από την ολοκλήρωση άμεσα της αξιολόγησης είναι η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην οικονομική πολιτική και στην Ελλάδα», επισημαίνει ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας.
Ο κ. Λιαργκόβας, σε αποκλειστική συνέντευξή του στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, προσθέτει ότι η παράλληλη ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ, θα σημαίνει φθηνότερη και πιο άνετη χρηματοδότηση της οικονομίας, γεγονός που δύναται να οδηγήσει σε σταδιακή απόσυρση των capital controls, ενώ η Ελλάδα θα μπορέσει να επιδιώξει έξοδο στις αγορές.
Αναφερόμενος δε στις καθυστερήσεις που έχουν παρουσιαστεί στις διαπραγματεύσεις, ο κ. Λιαργκόβας στέλνει «μήνυμα» και προς τους δανειστές, επισημαίνοντας ότι οι μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού δεν μπορούν να παραγνωρίζονται με τη λογική των αριθμών.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, τονίζει πως με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα υπάρξει μεν μια ανάσα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο δρόμος θα σταματήσει να είναι ανηφορικός.
Διαβάστε αναλυτικά τη συνέντευξη του επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Παναγιώτη Λιαργκόβα.
Υπάρχει αισιοδοξία ότι η β’ αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα και πριν από τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ για τη νομισματική πολιτική. Στην περίπτωση αυτή, ποια θα είναι η «επόμενη ημέρα» για την Ελλάδα;
Ελπίζουμε αυτή η αισιοδοξία να μετουσιωθεί άμεσα σε βεβαιότητα. Διότι αν, έστω και τώρα, ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα να ενταχθεί στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει φθηνότερη και πιο άνετη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Σημαίνει ότι οι τράπεζες θα αντλήσουν ρευστότητα από την ΕΚΤ, γεγονός που δύναται να οδηγήσει σε σταδιακή απόσυρση των κεφαλαιουχικών ελέγχων. Σημαίνει ακόμη ότι η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα να επιδιώξει, έστω και δοκιμαστικά, έξοδο στις αγορές. Θα έλεγα όμως ότι μια σημαντική, ίσως και η σημαντικότερη παράμετρος, που θα δημιουργηθεί από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, είναι η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην οικονομική πολιτική και στην Ελλάδα. Και όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει αυτό για μια οικονομία.
Για να εντάξει η ΕΚΤ τη χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) ζητεί εκτός από τη συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο (staff level agreement) και τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος…
Αυτό ζητούμε και εμείς ως χώρα. Τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Και είναι, θα έλεγα, απολύτως λογικό αφού ο προσδιορισμός αυτός θα επιτρέψει και στην ΕΚΤ, αλλά και στην ελληνική κυβέρνηση και κατ’ επέκταση σε όλους εμάς να κάνουμε τους υπολογισμούς που απαιτούνται. Υπολογισμούς απαραίτητους θα έλεγα για την εκτίμηση της δυνατότητας αποπληρωμής του χρέους τα επόμενα χρόνια.
Η δεύτερη αξιολόγηση έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί από το 2016. Πού αποδίδετε ευθύνες για τις καθυστερήσεις; Θεωρείτε ότι υπάρχει εμμονή σε ορισμένα ζητήματα από τους θεσμούς; Πιστεύετε ότι η Ελλάδα είναι «θύμα» των εσωτερικών αναταράξεων και της ανόδου του λαϊκισμού σε κράτη- μέλη της ευρωζώνης;
Σίγουρα δεν φταίει μόνον η μια πλευρά. Και σίγουρα δεν φταίει μόνον η πλευρά της Ελλάδας. Όλοι γνωρίζουν πως ο ελληνικός λαός έχει κάνει μεγάλες θυσίες. Και αυτές δεν μπορούν να παραγνωρίζονται με τη λογική των αριθμών. Μιλούμε για χώρες. Και οι χώρες έχουν πολίτες. Αυτός ο παράγοντας δεν πρέπει να παραγνωρίζεται από κανέναν. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε και να θέτουμε θέμα «θυματοποίησης». Ενδεχομένως εάν είχαν προχωρήσει οι απαραίτητες και συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις (και μην συγχέουμε τις μεταρρυθμίσεις με φορολογικά και άλλα μέτρα) να μην είχαν οι δανειστές τη δυνατότητα να αποκτήσουν …εμμονές.
Μετά την ολοκλήρωση της δεύτερη αξιολόγησης, η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να «χαλαρώσει» ή πρέπει να συνεχιστεί ο «ανηφορικός δρόμος» της προσαρμογής;
Κατ’ επανάληψη στις εκθέσεις του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή έχει επισημάνει ότι η «χαλάρωση» δεν είναι όπως ίσως την φαντάζονται κάποιοι. Διότι ναι μεν θα υπάρξει μια «ανάσα», όμως αυτό δεν σημαίνει πως ο δρόμος θα σταματήσει να είναι ανηφορικός. Χρειάζεται ακόμη πολύ προσπάθεια. Και χρειάζεται ακόμη περισσότερη για να υπάρξουν απτά αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία.
Η οικονομία εισέρχεται σε ρυθμούς ανάκαμψης, όπως εκτιμούν και οι χειμερινές προβλέψεις της Κομισιόν. Ωστόσο, και στις δικές σας εκθέσεις κάνετε λόγο για εγγενή προβλήματα που δεν έχουν επιλυθεί. Όπως, π.χ. η εξάπλωση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, το έλλειμμα στο ασφαλιστικό σύστημα κ.ά.
Όπως ήδη ανέφερα, το πρόβλημα είναι συγκεκριμένο. Και αφορά στις μεταρρυθμίσεις γενικότερα και όχι μεμονωμένα. Στη Δημόσια Διοίκηση, στη Δικαιοσύνη, στους περισσότερους τομείς, αν όχι σε όλους. Και πράγματι την οκταετία των μνημονίων δεν υπήρξε η απαραίτητη επιτάχυνση ως προς την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων (επαναλαμβάνω μεταρρυθμίσεων και όχι μέτρων), για τις οποίες έχουμε δεσμευθεί έναντι και των δανειστών.
Στο προσκήνιο βρίσκεται η μείωση του αφορολόγητου ορίου. Πιστεύετε ότι μπορεί να μειωθεί περαιτέρω μέσω και μιας αλλαγής του ισχύοντος φορολογικού συστήματος;
Είναι βέβαιο ότι σε μια συνολική συμφωνία, βάσει της οποίας θα ολοκληρωθεί η β’ αξιολόγηση, δεν μπορούμε, δεν επιτρέπεται θα έλεγα, να αντιμετωπίζουμε μεμονωμένα μέτρα, όπως αυτό που αναφέρετε. Δηλαδή αν αυτό συνοδευτεί από μια μείωση των φορολογικών συντελεστών και στα φυσικά πρόσωπα; Αν μειωθεί π.χ. ο ΦΠΑ; Δεν μπορούμε να κρίνουμε έτσι απλά. Θα πρότεινα, όμως, να υπάρξει μια ολοκληρωμένη πρόταση που θα διαχωρίζει και τα φυσικά πρόσωπα. Δηλαδή, θα μπορούσε, για παράδειγμα, να μειωθεί το αφορολόγητο ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση, ανάλογα με το πόσα παιδιά έχει ο καθένας. Να μην υπάρξει δηλαδή μια απλή οριζόντια μείωση, εάν τελικά μια τέτοια πρόταση είναι στο τραπέζι και την αποδεχθεί φυσικά η ελληνική πλευρά.
Ανά μήνα παρατηρείται μια αύξηση κατά 1 και πλέον δισ. ευρώ στις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο;
Με τη μείωση των φόρων. Η τακτική των φόρων πάνω στους φόρους είναι φυσικό να έχει αντίκτυπο ως προς την φοροδοτικότητα των πολιτών.
Θέμα της πολιτικής αντιπαράθεσης είναι και το «4ο μνημόνιο». Υπάρχει κίνδυνος να οδηγηθεί η χώρα στην υπογραφή ενός νέου μνημονίου;
Δεν κάνουμε τους μάντεις κακών. Αποτυπώνουμε δεδομένα. Και τα δεδομένα αυτή τη στιγμή δείχνουν ότι αν δεν κλείσουμε την αξιολόγηση, δεν μπούμε στο QE και δεν αλλάξουμε σελίδα, τότε δεν αποκλείεται να χρειαστούμε νέο δανεισμό. Και ο νέος δανεισμός, όπως μάθαμε στην οκταετία αυτή, σημαίνει νέο μνημόνιο.
Υπάρχει μια μερίδα του πληθυσμού που κάνει λόγο για ανάγκη επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποιο συντεταγμένο σχέδιο. Στο Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής σας έχει απασχολήσει αυτό το ζήτημα;
Επί της ουσίας όχι. Αν και πιστεύω ότι πρέπει να υπάρξει σχετική συζήτηση, ώστε και οι πολίτες να μάθουν τις επιπτώσεις, κυρίως στην καθημερινότητά τους, από ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα δεν είναι μια απλή υπόθεση και δεν μπορεί να γίνει χωρίς σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας και στον κάθε πολίτη χωριστά. Θα ήθελα, πάντως, να επισημάνω πως αυτές οι συζητήσεις δεν πρέπει να γίνονται όταν υπάρχουν σοβαρά ζητήματα σε εξέλιξη, διότι επηρεάζουν και μάλιστα αρνητικά. Συζήτηση πρέπει να γίνεται για όλα στον κατάλληλο χρόνο, με νηφαλιότητα και κυρίως με επιχειρήματα σοβαρά, που θα λαμβάνουν υπόψη ανάλογα γεγονότα σε άλλες χώρες, αλλά και στην ίδια την Ελλάδα κατά το παρελθόν.