Η κρίση θα συζητηθεί στα τέλη Οκτωβρίου στη Γλασκώβη για την 26η Διάσκεψη του ΟΗE στη σύσκεψη για το κλίμα και τον μηδενισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2050.

Όπως αναφέρει το Πρώτο Θέμα, το και το κάρβουνο, οι τιμές των οποίων κάνουν ράλι και ανατρέπουν τους προϋπολογισμούς των κρατών και των νοικοκυριών, δημιουργούν συνθήκες ασφυξίας σε ενεργοβόρες επιχειρήσεις και οδηγούν υψηλότερα τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών. Ακόμα μεγαλύτερη ειρωνεία είναι ότι η Βρετανία, που φιλοξενεί τη διάσκεψη COP26, αναγκάστηκε προ ημερών να επαναφέρει σε πλήρη λειτουργία ένα από τα πιο «βρώμικα» εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού με κάρβουνο, το οποίο είχε προγραμματιστεί να ξηλωθεί του χρόνου.

Από τον περασμένο Μάιο, το «καλάθι» πετρελαίου, κάρβουνου και , των καυσίμων δηλαδή που καλύπτουν το 83% των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών, έχει ανατιμηθεί κατά 95%. Ολα ξεκίνησαν από την εκτίναξη της τιμής του φυσικού αερίου, η οποία αρχικά αποδόθηκε από τις Αρχές σε μια έκτακτη συγκυρία, αλλά πλέον όλο και περισσότεροι αναλυτές, «δεξαμενές σκέψης» και παράγοντες της αγοράς σε όλο τον κόσμο ερμηνεύουν με τη διαπίστωση ότι η περίφημη «πράσινη μετάβαση» σε καθαρές πηγές ενέργειας -και κυρίως η έλλειψη προετοιμασίας γι’ αυτήν- δημιουργεί συνθήκες που ευνοούν την εμφάνιση παρενεργειών και ενεργειακών κρίσεων, τώρα και στο μέλλον.

Με απλά λόγια, το πρόβλημα είναι ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας δεν είναι ακόμα «ώριμες» για να εξασφαλίσουν την ενέργεια που χρειάζεται ο πλανήτης, ενώ την ίδια στιγμή οι επενδύσεις στις παλιές, βρώμικες πηγές ενέργειας και η προσφορά των τελευταίων έχουν αποδυναμωθεί, με αποτέλεσμα η τιμή τους να αυξάνεται όταν η ζήτηση ανεβαίνει, όπως συμβαίνει τώρα.

Eνδιάμεσο καύσιμο

Το «κλειδί» της σημερινής κρίσης είναι το φυσικό αέριο, το οποίο θεωρείται ενδιάμεσο καύσιμο, καθώς είναι μεν και αυτό ορυκτό, αλλά πιο καθαρό, καθώς οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα είναι πολύ μικρότερες απ’ ό,τι στο πετρέλαιο και το κάρβουνο. Η τιμή του εκτοξεύτηκε τους τελευταίους μήνες λόγω της αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης, τη στιγμή που τα αποθέματα είχαν εξαντληθεί, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αμφιβολίες για την επάρκειά του. Την ίδια στιγμή η υπερβάλλουσα ζήτηση διοχετεύτηκε στο πετρέλαιο και τον άνθρακα, οι τιμές των οποίων εκτοξεύτηκαν.

Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η στροφή στο αέριο και τις ΑΠΕ δεν είχε σχεδιαστεί και προετοιμαστεί αποτελεσματικά, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί μια ομαλή μετάβαση από τη μία κατάσταση στην άλλη, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ενεργειακή επάρκεια και η σταθερότητα των τιμών. Μετά την εμφάνιση της κρίσης, οι ευρωπαϊκές αρχές, αλλά και διεθνώς εστιάζουν σε αναμόρφωση των ενεργειακών τους πολιτικών, στη δημιουργία στρατηγικών αποθεμάτων και δικτύων εφοδιασμού και αποθήκευσης φυσικού αερίου, ώστε να αντιμετωπίσουν παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον. Με απλά λόγια, χρειάζονται περισσότεροι αγωγοί, αποθηκευτικοί χώροι και πραγματικό επενδυτικό μπουμ στο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), το οποίο εξυπηρετεί τη μεταφορά αλλά και την αποθήκευση, όμως, σύμφωνα με την ειδικευμένη εταιρεία ερευνών Bernstein, οι ελλείψεις στην αγορά αυτή θα φτάσουν από το 2% που είναι σήμερα, στο 14% μέχρι το 2030.

Οι αναλυτές της Διεθνούς Οργάνωσης Ενέργειας (International Energy Association – IEA), η οποία ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1970 με την τότε ενεργειακή κρίση από τις χώρες του ΟΟΣΑ, διαπιστώνουν ότι η αγορά ενέργειας έχει μπει σε έναν φαύλο κύκλο: Οι σχεδιασμοί για την πράσινη μετάβαση και τον μηδενισμό των ρύπων έγιναν με χαμηλές τιμές πετρελαίου και ακόμη χαμηλότερες τιμές φυσικού αερίου. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ζήτηση στρεφόταν από το πετρέλαιο στο φυσικό αέριο, ενώ και το κόστος των ΑΠΕ έπεφτε διαρκώς, οπότε η δυναμική της αγοράς ήταν υπέρ των καθαρότερων πηγών ενέργειας. Τώρα, όμως, η κατάσταση έχει αντιστραφεί, καθώς το φυσικό αέριο είναι ακριβότερο από το πετρέλαιο και από το κάρβουνο, με αποτέλεσμα η ζήτηση να στρέφεται εκεί. Και τούτο καθώς οι επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα είχαν μειωθεί τα τελευταία χρόνια (κατά 40% από το 2015), λόγω των νομοθετικών και περιβαλλοντικών περιορισμών, με αποτέλεσμα να υπάρχει έλλειμμα προσφοράς.

Ετσι, όπως εκτιμά η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs, είναι μια περίοδος κατά την οποία γίνεται μια ανατιμολόγηση του πετρελαίου, σε υψηλότερα επίπεδα, με την πρόβλεψη για το τέλος του χρόνου να διαμορφώνεται σε 90 δολάρια ανά βαρέλι για το Brent, το οποίο ήδη βρίσκεται σε υψηλά επταετίας, ενώ και η τιμή του κάρβουνου βρίσκεται σε επίπεδα ρεκόρ. Η εταιρεία προβλέψεων Fitch Solutions εκτιμά ότι η κατάσταση θα εκτονωθεί σταδιακά, αλλά οι τιμές του πετρελαίου δεν θα επιστρέψουν στα χαμηλά των προηγούμενων ετών. Στην τελευταία έκθεσή της προβλέπει μέση τιμή 70 δολάρια ανά βαρέλι για το 2021, 67 δολάρια για το 2022, 68 δολάρια για το 2023, 70 δολάρια για το 2024 και 73 δολάρια για το 2025.

Για τον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, οι συντάκτες της έκθεσης της Fitch εκτιμούν ότι οι τιμές μπορεί να ανεβούν πάνω από τα 80 δολάρια το βαρέλι μέχρι τις αρχές του 2022, αλλά σταδιακά η παγκόσμια προσφορά πετρελαίου θα αυξηθεί και η κατάσταση θα εξισορροπήσει. Για το φυσικό αέριο οι προθεσμιακές τιμές δείχνουν ότι θα υπάρξει εκτόνωση την περίοδο προς την άνοιξη ή το καλοκαίρι, αλλά σε κάθε περίπτωση όλα θα εξαρτηθούν αφενός από τον καιρό και τις ανάγκες θέρμανσης των Ευρωπαίων, αλλά και από τη στάση της Ρωσίας, η οποία καλύπτει περίπου το 40% των αναγκών της Ε.Ε. σε φυσικό αέριο.

Οι δηλώσεις Πούτιν την περασμένη εβδομάδα ότι η χώρα του μπορεί να καλύψει τις ανάγκες δημιούργησαν προσδοκίες και εκτόνωσαν την πίεση, αλλά μένει να φανεί τι θα γίνει στην πραγματικότητα. Οι Ρώσοι πιέζουν το τελευταίο διάστημα για την έγκριση λειτουργίας του αγωγού φυσικού αερίου «Nord Stream 2», ο οποίος καταλήγει απευθείας στη Γερμανία παρακάμπτοντας την Ουκρανία, απ’՚όπου διέρχονται σήμερα οι αγωγοί και είναι πιθανό ότι η αύξηση των παραδόσεων θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις στο μέτωπο αυτό.

Αποθέματα

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι τα αποθέματα της Ε.Ε. σε φυσικό αέριο είναι στο 75%, ενώ την τελευταία δεκαετία βρίσκονταν κατά μέσο όρο στο 90%. Η κατάσταση δεν αναμένεται να δημιουργήσει προβλήματα επάρκειας με έναν «συνηθισμένο χειμώνα» όπως ο προηγούμενος, αλλά τα αποθέματα δεν θα είναι επαρκή υπό χειρότερες συνθήκες.

Η Κομισιόν εκτιμά ότι η Ε.Ε. δεν αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο στην τροφοδοσία της, αλλά την ίδια στιγμή αναζητεί επειγόντως εναλλακτικές πηγές προμήθειας φυσικού αερίου, μελετά προτάσεις για την προστασία των καταναλωτών και των επιχειρήσεων από την αύξηση του ενεργειακού κόστους και αναζητεί διεξόδους για τον επανασχεδιασμό της δομής της αγοράς ενέργειας και φυσικού αερίου, η οποία αποδείχθηκε ανεπαρκής. Σε κάθε περίπτωση, εκτός από τον ρόλο του «στρατηγού χειμώνα», η υπόθεση ανέδειξε για άλλη μία φορά την ενεργειακή εξάρτηση της Ε.Ε. από τη Ρωσία και το γεγονός ότι η στροφή στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας δεν εξυπηρετεί μόνο την ανάγκη αναστροφής της κλιματικής αλλαγής, αλλά και τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα της Γηραιάς Ηπείρου, η οποία δεν διαθέτει ορυκτά ενεργειακά αποθέματα.

Συνολικά, η παγκόσμια αγορά ενέργειας εξαρτάται από τις κινήσεις της Ρωσίας και των χωρών του ΟΠΕΚ στην παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το βαθύτερο πρόβλημα που αναδείχθηκε και το οποίο διαπιστώνουν πλέον οι αναλυτές είναι ότι η μετάβαση στις ΑΠΕ απαιτεί τεράστιες επενδύσεις, οι οποίες προς το παρόν δεν πραγματοποιούνται.

Τεράστιο κόστος

Σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Οργανισμού για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (IRENA – International Renewable Energy Association), οι επενδύσεις για την πράσινη ενεργειακή μετάβαση θα πρέπει να αυξηθούν κατά 30% και να φτάσουν στο δυσθεώρητο ποσό των 131 τρισ. δολαρίων μέχρι το 2050. Αλλά μέχρι τώρα οι επενδύσεις δεν καλύπτουν ούτε τις μισές από αυτές τις ανάγκες. Το πρόσθετο ζήτημα είναι ότι το κόστος των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας μπορεί να υποχωρεί και θα συνεχίσει να υποχωρεί, αλλά υπάρχει πάντα το πρόβλημα της αποθήκευσης.

Τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά πάρκα παράγουν ενέργεια μόνο όταν υπάρχει άνεμος ή ήλιος, αλλά δεν υπάρχουν ακόμα αποτελεσματικές και φτηνές τεχνολογίες αποθήκευσης. Οι ελπίδες γι’ αυτό εδράζονται σε τεχνολογίες οι οποίες δεν είναι ακόμα ώριμες, όπως η μετατροπή της «καθαρής» ενέργειας σε υδρογόνο, το οποίο στη συνέχεια μπορεί να αποθηκευτεί, να μεταφερθεί και να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας χωρίς ρύπους.

Ομως η αγορά των ΑΠΕ και οι τεχνολογίες δεν είναι ακόμα ώριμες και αυτή είναι η αιτία που τροφοδοτεί τις εκτιμήσεις για αυξημένο κόστος ενέργειας τα επόμενα χρόνια, μέχρις ότου οι ΑΠΕ ωριμάσουν και γίνει ομαλά η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά και για διαδοχικές κρίσεις σε περιόδους που οι ανισορροπίες οξύνονται, για λόγους που μπορεί να οφείλονται σε διάφορους αστάθμητους παράγοντες, όπως ο καιρός, οι γεωπολιτικές ισορροπίες, οι ανάγκες συντήρησης των υποδομών, οικονομικές ή άλλες εξελίξεις που δεν μπορούν να προβλεφθούν.

Η υπόθεσή, ωστόσο, έχει και πολιτικές διαστάσεις. Η μεν Ε.Ε. διακηρύσσει ότι η «πράσινη μετάβαση» δεν θα πρέπει να σταματήσει, καθώς δεν ευθύνεται για την άνοδο της τιμής του φυσικού αερίου παρά μόνο κατά 20%. Από την άλλη πλευρά, η ακροδεξιά Γαλλίδα πολιτικός Μαρίν Λεπέν δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι εάν εκλεγεί πρόεδρος θα ξηλώσει τις ανεμογεννήτριες και θα σταματήσει τις επιδοτήσεις για τις ΑΠΕ. Η Γαλλία, όπου διεξάγονται προεδρικές εκλογές τον επόμενο Απρίλιο, είναι η πρώτη χώρα όπου έγιναν πολιτικές διαδηλώσεις κατά των «πράσινων φόρων», με το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» που εξεγέρθηκαν το 2019 κατά της σχεδιαζόμενης τότε αύξησης του φόρου στα πετρελαιοειδή