Προηγούμενες μελέτες έχουν βρει ότι οι άνθρωποι που μολύνονται με Δέλτα, έχουν περίπου τα ίδια επίπεδα γενετικού υλικού του κορονοϊού στη μύτη τους, είτε έχουν προηγουμένως εμβολιαστεί είτε όχι.
Οι πλήρως εμβολιασμένοι κατά της Covid-19, οι οποίοι στη συνέχεια μολύνονται από την κυρίαρχη πλέον παραλλαγή Δέλτα του κορωνοϊού, έχουν μικρότερη πιθανότητα να μεταδώσουν τον ιό σε άλλους, σε σχέση με τους ανεμβολίαστους. Όμως αυτή η έμμεση προστασία για τους τρίτους φαίνεται να μειώνεται σημαντικά περίπου τρεις μήνες μετά τη δεύτερη δόση, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική μελέτη.
Πρόκειται για την πρώτη έρευνα που εξετάζει άμεσα πόσο καλά τα εμβόλια αποτρέπουν την εξάπλωση του στελέχους Δέλτα. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επιδημιολόγο Ντέηβιντ Άιρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική προδημοσίευση στο medRxiv (δεν έχουν κάνει ακόμη δημοσίευση σε επιστημονικό περιοδικό), σύμφωνα με το «Nature», ανέλυσαν στοιχεία από 139.164 στενές επαφές 95.716 ανθρώπων, που είχαν μολυνθεί μεταξύ Ιανουαρίου-Αυγούστου 2021. Το 37% των επαφών διαγνώστηκαν θετικοί στον κορωνοϊό.
Διαπιστώθηκε ότι τα εμβόλια – πέρα από την προστασία των ίδιων των εμβολιασμένων – παρέχουν κάποια προστασία και έναντι της μετάδοσης του ιού σε άλλους. Όμως στην περίπτωση του στελέχους Δέλτα, αυτή η έμμεση προστασία των τρίτων είναι μικρότερη σε σχέση με άλλες παραλλαγές και επιπλέον εξασθενεί με το χρόνο.
Ένας πλήρως εμβολιασμένος άνθρωπος που στη συνέχεια μολύνεται από τον κορωνοϊό (οι λεγόμενες μολύνσεις breakthrough) και ειδικότερα από τη Δέλτα («ινδική» παραλλαγή), έχει σχεδόν διπλάσια πιθανότητα να μεταδώσει τον ιό σε άλλους, σε σχέση με κάποιον που έχει μολυνθεί από την παραλλαγή Άλφα («βρετανική»). Και θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι ένας πλήρως εμβολιασμένος έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να μολυνθεί στη συνέχεια από τη Δέλτα από ό,τι από την Άλφα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, για τους ανθρώπους που μολύνονται με Δέλτα δύο εβδομάδες μετά τον πλήρη εμβολιασμό τους με AstraZeneca, η πιθανότητα να μολύνουν μια στενή επαφή τους που δεν έχει εμβολιαστεί, είναι 57%. Αλλά μετά από τρεις μήνες αυξάνει στο 67%, δηλαδή υπάρχουν πλέον δύο στις τρεις πιθανότητες οι πλήρως εμβολιασμένοι με το συγκεκριμένο εμβόλιο – που είναι ταυτόχρονα μολυσμένοι με Δέλτα – να μολύνουν άλλους γύρω τους.
Οι πιθανότητες είναι κάπως μικρότερες στην περίπτωση εμβολιασμού με Pfizer/BioNTech. Ο κίνδυνος μετάδοσης της Δέλτα σε τρίτους από έναν πλήρως εμβολιασμένο που μολύνεται μετά από την εν λόγω παραλλαγή, είναι αρχικά (λίγο μετά τη δεύτερη δόση) 42%, αλλά αυξάνεται στο 58% μετά από λίγους μήνες.
Προηγούμενες μελέτες έχουν βρει ότι οι άνθρωποι που μολύνονται με Δέλτα, έχουν περίπου τα ίδια επίπεδα γενετικού υλικού του κορωνοϊού στη μύτη τους, είτε έχουν προηγουμένως εμβολιαστεί είτε όχι. Κάτι που πιθανώς υποδηλώνει ότι δυνητικά οι εμβολιασμένοι και οι ανεμβολίαστοι έχουν παρόμοιες πιθανότητες – τουλάχιστον σε πρώτη φάση – να μολύνουν άλλους. Από την άλλη, άλλες μελέτες έχουν συμπεράνει ότι οι πλήρως εμβολιασμένοι είναι λιγότερο πιθανό να μεταδώσουν τον ιό, αν οι ίδιοι μολυνθούν παρά τον εμβολιασμό τους, καθώς τα επίπεδα του ιικού φορτίου στη μύτη τους μειώνονται ταχύτερα από ό,τι εκείνα των ανεμβολίαστων.
Όπως επισημαίνουν και οι ερευνητές της νέας μελέτης, «ενώ ο εμβολιασμός μειώνει τον κίνδυνο μόλυνσης, τα παρόμοια ιικά φορτία στους εμβολιασμένους και στους ανεμβολίαστους που έχουν μολυνθεί με Δέλτα, εγείρουν το ερώτημα σε ποιό βαθμό ο εμβολιασμός αποτρέπει την μετάδοση του ιού». Τα νέα ευρήματα, σύμφωνα με τον δρ Άιρ, δείχνουν ότι «υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην Άλφα και στη Δέλτα, καθώς επίσης με το πέρασμα του χρόνου, εξηγώντας έτσι πιθανώς γιατί έχουμε δει τόσο συνεχιζόμενη μεγάλη μετάδοση της Δέλτα παρά τους εκτεταμένους εμβολιασμούς».
Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι «ο εμβολιασμός μειώνει την μετάδοση της Δέλτα, αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με την παραλλαγή Άλφα. Επίσης η θετική επίπτωση του εμβολιασμού μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου». Εκτιμούν επίσης ότι «ο ενισχυτικός εμβολιασμός (έξτρα δόση) μπορεί πιθανώς να βοηθήσει στον έλεγχο της μετάδοσης και στην αποτροπή νέων λοιμώξεων».