Κορονοϊός: Μέσα στην καραντίνα οι υποκλοπές πραγματοποίησαν αλματώδη αύξηση κατά 21%. Έναν αριθμό ρεκόρ όπως αναφέρουν οι Αρχές.
Χωρίς έλεγχο και στοιχεία
Όπως αναφέρει η καταγραφή της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών, πέρυσι υπήρξαν 2.000 περισσότερες άρσεις απορρήτου με ταχύρρυθμες διαδικασίες για λόγους «εθνικής ασφάλειας».
Οι εν λόγω παρακολουθήσεις, μόνο δηλαδή, με την έγκριση και την ενημέρωση εισαγγελέα, σύμφωνα με «Τα ΝΕΑ» αποτελούν το 81% του συνόλου των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων. Πρόκειται για πρακτική που συνήθως επιστρατεύεται για υποθέσεις ενόπλων οργανώσεων, διεθνούς τρομοκρατίας, παρουσίας ξένων πρακτόρων στην Ελλάδα ή υποθέσεις απαγωγών κ.ο.κ. με στόχο τη «στεγανότητα» των ερευνών και τη γρήγορη διαλεύκανσή τους.
Ωστόσο, παρότι δεν καταγράφεται ισχυρή παρουσία «ανταρτών πόλης», κινητικότητα μελών τζιχαντιστικών οργανώσεων ή δραστηριότητα κατασκόπων υπήρξε αυτή η εντυπωσιακή αύξηση.
Ακόμα πιο εντυπωσιακή γίνεται, δε, η αύξηση των κρατικών υποκλοπών αν συνυπολογιστεί ότι την περασμένη χρονιά ήταν περιορισμένη και η εγκληματικότητα λόγω των παρατεταμένων lockdown, με αντίστοιχη μείωση (50%-60%) των αδικημάτων που προκαλούν αντίστοιχες αστυνομικές έρευνες.
Το παραπάνω αποτελεί ένα ακόμη δείγμα ότι πολλές φορές οι αρχές ασφαλείας προχωρούν σε τηλεφωνικές καταγραφές χωρίς πλήρη τεκμηρίωση και αναλυτική ενημέρωση προς τα αρμόδια δικαστικά συμβούλια, όπως επιβάλλεται για τα περισσότερα αδικήματα (δολοφονίες, ληστείες, εκβιάσεις, απάτες, διακίνηση μεταναστών κ.λπ.). Μάλιστα, τα στελέχη της ΑΔΑΕ στην έκθεσή τους δηλώνουν αδυναμία – λόγω κι έλλειψης προσωπικού – να ελέγξουν πλήρως τη δράση των… «μεγάλων αδελφών» και προωθούν την ψηφιοποίηση των σχετικών αιτημάτων που εν τέλει παραμένουν σε μεγάλο ποσοστό χωρίς έλεγχο. Εξάλλου, τα αιτήματα για άρσεις απορρήτου μπορεί να αφορούν και την παρακολούθηση περισσοτέρων του ενός τηλεφώνων, με τους αριθμούς-κατόχους που τελικά τίθενται υπό παρακολούθηση να ανέρχονται, για διάφορα αδικήματα, σε δεκάδες χιλιάδες.
Από την πλευρά τους, στελέχη των αρχών ασφαλείας ή της ΕΥΠ ανταπαντούν ότι οι άρσεις απορρήτου – μερικές φορές με διαδικασίες fast track – βοηθούν στη γρήγορη εξιχνίαση αδικημάτων ή παράνομων μεθοδεύσεων και αποτελούν ένα «σημαντικό όπλο» στη φαρέτρα τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη χώρα μας λειτουργούν τρία συστήματα νομίμων συνακροάσεων και αυτά τα διαθέτουν η ΕΥΠ, η Διεύθυνση Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών (ΔΙΔΑΠ) της ΕΛ.ΑΣ. και η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την τελευταία έκθεση της ΑΔΑΕ, το 2020 καταγράφηκαν 13.751 εισαγγελικές διατάξεις που αφορούσαν στην άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας έναντι 11.680 το 2019. Πρόκειται για αύξηση της τάξης του 17%. Ακόμη το 2020 εκδόθηκαν 3.190 βουλεύματα δικαστικών συμβουλίων (με πλήρη αιτιολόγηση) έναντι 2.302 το 2019 (αύξηση περίπου 39%). Επομένως, αθροιστικά το 2020 υποβλήθηκαν 16.941 αιτήματα για κρατικές παρακολουθήσεις τηλεφώνων έναντι 13.982 το 2019 (αύξηση 21%). Το 2018 ο αριθμός αυτός ανερχόταν σε 14.513 αιτήματα, το 2017 σε 10.376, το 2016 σε 12.242 και το 2015 σε 11.436.
Από μια περαιτέρω δειγματοληπτική έρευνα της ΑΔΑΕ (που καταγραφόταν στην περσινή έκθεση) φέρεται να έχει διαπιστωθεί ότι το 29% των βουλευμάτων των δικαστικών συμβουλίων (όπου αιτιολογούνται πλήρως οι υποκλοπές) αφορά στη δράση του λεγόμενου οργανωμένου εγκλήματος, το 9% αφορά αμιγώς σε υποθέσεις ναρκωτικών, το 15% σε περιπτώσεις διακεκριμένων κλοπών, το 21% σε περιπτώσεις διακεκριμένων ληστειών, το 2% σε υποθέσεις δωροληψίας κρατικών υπαλλήλων, το 3% σε εγκλήματα εμπρησμού, το 5% σε αδικήματα που σχετίζονται με εκρήξεις (σ.σ. εδώ περιλαμβάνονται και οι βόμβες Μολότοφ), το 2% σε πορνογραφία ανηλίκων και το 3% σε παραβάσεις του τελωνειακού κώδικα.