Η Ελλάδα έχει λάβει τις απαραίτητες ενέργειες για να επιτύχει τις δέουσες συγκεκριμένες δεσμεύσεις της, παρά τις δύσκολες συνθήκες που προκαλούνται από την πανδημία.
Την αποδέσμευση ποσού ύψους 748 εκατ. ευρώ προς την Ελλάδα, συστήνει στο Eurogroup, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βάσει της 10ης έκθεσης μεταμνημονιακής ενισχυμένης εποποτείας που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Το ποσό των 748 εκατ. ευρώ αφορά την εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και συγκεκριμένα την επιστροφή των κερδών από ελληνικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης (ANFAs και SNPs), κ.ά.
Συνολικά, η 10η έκθεση ενισχυμένης εποποτείας καταλήγει στο εξής συμπέρασμα:
«Η Ελλάδα έχει λάβει τις απαραίτητες ενέργειες για να επιτύχει τις δέουσες συγκεκριμένες δεσμεύσεις της, παρά τις δύσκολες συνθήκες που προκαλούνται από την πανδημία. Οι αρχές πραγματοποίησαν μια σειρά από θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των τομέων που είναι καθοριστικής σημασίας για τη διαχείριση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων από την τρέχουσα οικονομική κρίση και την ενίσχυση της ικανότητας της δημόσιας διοίκησης να εφαρμόσει επιτυχώς το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα χαιρετίζουν τη στενή και εποικοδομητική δέσμευση σε όλους τους τομείς και ενθαρρύνουν τις ελληνικές αρχές να διατηρήσουν τη δυναμική και, όπου είναι απαραίτητο, να ενισχύσουν τις προσπάθειες για την αποκατάσταση των καθυστερήσεων που προκαλούνται εν μέρει από την πανδημία, ιδίως όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα».
Μεταρρυθμίσεις
«Οι Αρχές προχώρησαν καλά με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων σε ένα ευρύ φάσμα τομέων πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θα βοηθήσουν στη διαχείριση του κοινωνικοοικονομικού αντίκτυπου της πανδημίας και θα διευκολύνουν την εφαρμογή νέων δημόσιων επενδύσεων», τονίζει η Επιτροπή.
Ειδικότερα επισημαίνονται τα εξής:
Η μεταρρύθμιση του πλαισίου αφερεγγυότητας αναμένεται να τεθεί σε ισχύ όπως συμφωνήθηκε την 1η Ιουνίου, μετά την έναρξη ισχύος του πλαισίου για την αποκατάσταση εταιρειών και την πτώχευση των εταιρειών την 1η Μαρτίου.
Οι ελληνικές Αρχές επέκτειναν το πρόγραμμα «Ηρακλής» για να διευκολύνουν την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το πρόγραμμα ήταν ο κύριος μοχλός πίσω από μια σημαντική μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων σε 30,2% στα τέλη του 2020, από πάνω από 40% στα τέλη του 2019.
Μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση του ανθρώπινου δυναμικού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων αναμένεται να τεθεί σε ισχύ την 1η Ιουνίου.
Οι ελληνικές Αρχές ολοκλήρωσαν τη μεταρρύθμιση του συστήματος επιδοτήσεων για τις τοπικές δημόσιες μεταφορές και την εθνική διάθεση του τρίτου και τελευταίου πυλώνα του Εγγυημένου Ελάχιστου Εισοδήματος (GMI), επιτρέποντας την παροχή κοινωνικής στήριξης και εξατομικευμένες υπηρεσίες απασχόλησης σε παραλήπτες GMI από την 1η Ιουνίου. Η μεταρρύθμιση του GMI είχε ορατό αντίκτυπο όσον αφορά τη μείωση της φτώχειας, αν και το μερίδιο των ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια ή κοινωνικού αποκλεισμού εξακολουθεί να είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ (30% το 2019).
Οι αρχές υιοθέτησαν μια σημαντική αναθεώρηση του πλαισίου δημοσίων συμβάσεων, σχετικά με τον εσωτερικό έλεγχο της δημόσιας διοίκησης και νομοθεσία για τη θέσπιση στρατηγικού αγωγού έργου. Η νομοθεσία για τη δημιουργία μιας διευκόλυνσης προετοιμασίας έργων για μεγάλα επενδυτικά έργα αναμένεται να εκδοθεί στις αρχές Ιουνίου.
Επισημαίνεται, επίσης, ότι οι μεταρρυθμίσεις συνεχίστηκαν και σε άλλους σημαντικούς τομείς, όπως η κτηματολογική μεταρρύθμιση, η Ελληνική Εταιρεία Περιουσιακών στοιχείων, οι ιδιωτικοποιήσεις συμπεριλαμβανομένου του Ελληνικού και ορισμένων περιφερειακών λιμένων, κ.ά.
Μακροοικονομικές εξελίξεις
Η έκθεση αναφέρει ότι η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 8,2% το 2020, κάπως λιγότερο από το αναμενόμενο, αλλά σημαντικά περισσότερο από ότι η ΕΕ στο σύνολό της, κυρίως λόγω του βάρους του τουριστικού τομέα στην οικονομία. Η κυβέρνηση παρουσίασε πρόσθετα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής για το 2021 και το 2022 για να στηρίξει την οικονομική ανάκαμψη και τις ιδιωτικές επενδύσεις και η δημοσιονομική πολιτική αναμένεται να παραμείνει υποστηρικτική για να συνεχίσει να μετριάζει τον αντίκτυπο της κρίσης στην αγορά εργασίας και την κοινωνική κατάσταση. «Τα μέτρα προστασίας της απασχόλησης υποστηρίζονται από την ΕΕ, ιδίως μέσω του νέου χρηματοδοτικού μέσου για τη στήριξη της απασχόλησης (SURE) και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου», επισημαίνεται.
Δημοσιονομικές εξελίξεις – κίνδυνοι – δημόσιο χρέος
Η Επιτροπή προβλέπει ότι το πρωτογενές έλλειμμα της Ελλάδας θα φτάσει το 7,3% του ΑΕΠ το 2021 και το 0,5% του ΑΕΠ το 2022, πρόβλεψη η οποία συμπίπτει με αυτή των ελληνικών Αρχών. Ωστόσο, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι παραμένουν σημαντικοί και σχετίζονται με την αβεβαιότητα γύρω από την εξέλιξη της πανδημίας και την περαιτέρω δημοσιονομική στήριξη που ενδέχεται να καταστεί απαραίτητη για τον μετριασμό του κοινωνικού και οικονομικού κόστους της υγειονομικής κρίσης. Περαιτέρω κίνδυνοι σχετίζονται με το πραγματικό κόστος των κρατικών εγγυήσεων και των επιστρεπτέων προκαταβολών που παρατάθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μεταξύ των κινδύνων συμπεριλαμβάνεται και η αύξηση μεταναστευτικών ροών που θα επιδεινώσει τη δημοσιονομική ισορροπία. Τέλος, η πρόβλεψη προϋποθέτει πλήρη εκτέλεση των ανώτατων ορίων του προϋπολογισμού.
Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος, στο βασικό σενάριο, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ παραμένει σε καθοδική πορεία από το 2021 και μετά. Το χρέος προβλέπεται να φτάσει το 169% έως το τέλος της δεκαετίας και να μειωθεί κάτω από το 100% του ΑΕΠ έως το 2047 στο βασικό σενάριο.
Σημειώνει ακόμα ότι «οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης παραμένουν αυξημένες βραχυπρόθεσμα κυρίως λόγω του υψηλού πρωτογενούς ελλείμματος. Η εφαρμογή της Δανειακής Διευκόλυνσης που παρουσιάζεται στο Σχέδιο Ανάκτησης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να συμβάλει στις υψηλότερες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες το 2021-2022, αν και αυτή η πρόσθετη χρηματοδοτική ανάγκη καλύπτεται από την υποτιθέμενη εκταμίευση του δανείου για την Ανάκτηση και την Ανθεκτικότητα».
«Τα επόμενα χρόνια, οι ανάγκες χρηματοδότησης αναμένεται να είναι μέτριες και να παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ έως το 2030», τονίζει η Επιτροπή. «Μετά από μια περίοδο αυξημένων ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών το 2030, που συνδέεται με την έναρξη αποπληρωμής των δανείων που επεκτάθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος του ευρωπαϊκού μηχανισμού σταθερότητας και μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής των τόκων των δανείων της Ευρωπαϊκής Διευκόλυνσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, αναμένεται να παραμείνουν σε πτωτική πορεία και να φθάσουν το 13% του ΑΕΠ έως το 2060».