Eξαιρετικά δυσμενείς εκτιμήσεις για την πορεία της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών υϊοθετούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί (Κομισιόν και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) και συνιστούν στις διοικήσεις να προχωρήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του προσωπικού, που ήδη έχει μειωθεί δραστικά τα προηγούμενα χρόνια, με αλλεπάλληλα προγράμματα εθελουσίας εξόδου και συρρίκνωση των τραπεζικών δικτύων.
Η Κομισιόν δεν αποσαφηνίζει με ποιο τρόπο συνιστά να μειωθεί το προσωπικό των τραπεζών, είναι όμως γνωστό ότι, κατά την αντίληψη των ευρωπαϊκών θεσμών, τα ακριβά προγράμματα εθελούσιας εξόδου θα πρέπει κάποτε να σταματήσουν.
Η κερδοφορία, όπως σημειώνεται στην τελευταία έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας των ευρωπαϊκών θεσμών, έχει βελτιωθεί ελαφρώς, αλλά περιορίζεται από τη χαμηλή ποιότητα του ενεργητικού και τη μικρή διαφοροποίηση των πηγών εσόδων και των τραπεζικών προϊόντων. Οι τράπεζες επανήλθαν στα κέρδη το δεύτερο τρίμηνο του 2019, αλλά η απόδοση κεφαλαίων παραμένει χαμηλή (2,6% έναντι 6,4% κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη).
Επιπλέον, όπως τονίζεται στην έκθεση, τα αποτελέσματα των τραπεζών δεν προέρχονται μόνο από επαναλαμβανόμενα έσοδα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ενσωματώνουν μη επαναλαμβανόμενα κέρδη από χρηματοοικονομικές συναλλαγές, που κυρίως αντανακλούν την αύξηση της αποτίμησης των χαρτοφυλακίων ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Την ίδια ώρα, τα κέρδη από προμήθειες είναι πολύ χαμηλά και αντιστοιχούν σε ποσοστό μόλις 14,6% της λειτουργικής κερδοφορίας, ενώ ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι 30%. Τα χαμηλά κέρδη από προμήθειες εκθέτουν τις τράπεζες στον κίνδυνο να δεχθεί ισχυρή πίεση η κερδοφορία τους, αν αρχίσει να μειώνεται το περιθώριο επιτοκίου, λόγω του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων στην ευρωζώνη.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δίνουν για το μέλλον δύο συστάσεις στις τραπεζικές διοικήσεις, προκειμένου να βελτιώσουν την κερδοφορία:
- Η πρώτη είναι να διαφοροποιήσουν τις πηγές εσόδων, δίνοντας έμφαση στην άντληση προμηθειών από διάφορες εργασίας, όπως το bancassurance και η διαχείριση κεφαλαίων.
- Η δεύτερη -και πλέον επώδυνη για τους τραπεζοϋπαλλήλους- είναι να μειωθεί το προσωπικό. Χρειάζεται, όπως τονίζεται, περαιτέρω προσπάθεια για τη συγκράτηση του λειτουργικού κόστους και μείωση των υπαλλήλων.
Οι θεσμοί αναγνωρίζουν ότι ήδη έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια συγκράτησης του κόστους, καθώς οι λειτουργικές δαπάνες ως ποσοστό των εσόδων ήδη έχουν πέσει στις τέσσερις συστημικές τράπεζες στο 50,4%, από 66,2% στην ευρωζώνη, κατά μέσο όρο. Παρ’ όλα αυτά, επειδή δεν φαίνεται στον ορίζοντα να υπάρχουν εύκολες πηγές για άντληση κερδών, οι θεσμοί θεωρούν ότι είναι μονόδρομος ένας ακόμη γύρος μείωσης της απασχόλησης στις τράπεζες.