Με τα κεφάλαια του κόφτη διαρκείας και της περικοπής του αφορολόγητου και συντάξεων ως «δυνητικά» μέτρα από το 2018 και μετά, συμπληρώνεται η δεύτερη αξιολόγηση κάνοντας πλέον άγνωστο το χρόνο της ολοκλήρωσής τους.
Με την επιστολή του ο υπουργός των Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος διαβεβαίωσε ότι η Ελλάδα αποδέχεται ανεπιφύλακτα τις αποφάσεις του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου σε δύο θέματα:
Το πρώτο είναι ότι η Ελλάδα αποδέχεται ως μεσοπρόθεσμο στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα το 3,5% του ΑΕΠ.
Το δεύτερο είναι ότι θα πρέπει να παρουσιάσει ένα δημοσιονομικό κόφτη «μακράς διάρκειας», ο οποίος θα πρέπει να περιέχει συγκεκριμένα μέτρα τα οποία θα υποστηρίζουν τους στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ.
Στην κατεύθυνση αυτή λοιπόν εκτός από τα γνωστά θέματα της δεύτερης αξιολόγησης όπως είναι το εργασιακό, τα ενεργειακά, το δημοσιονομικό κενό των 800 εκ ευρώ για ο προϋπολογισμό του 2018 (τα οποία παραμένουν ανοιχτά), θα πρέπει να σχεδιάσει και νέα μέτρα και μακροχρόνιο κόφτη ώστε να υπάρχει ένα αντίδοτο στα μέτρα που ζητά να πάρει εδώ και τώρα η Ελλάδα.
Ως γνωστό το ΔΝΤ που θεωρεί ότι με τα μέτρα που έχει πάρει μέχρι σήμερα η Ελλάδα δεν μπορεί να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα παραπάνω από 1,5% του ΑΕΠ μέσα στο πρόγραμμα αλλά και για τα επόμενα χρόνια.
Το πακέτο των μέτρων που θα ενεργοποιηθούν αν υπάρξουν αποκλίσεις στους στόχους των πλεονασμάτων, θα πρέπει να συμβαδίζει και με τις απαιτήσεις του ΔΝΤ.
Τα μόνα μέτρα που μπορούν να ενεργοποιηθούν (έστω και δυνητικά) μέσα από ένα κόφτη διαρκείας και να γίνουν έστω και καταρχήν δεκτά από το ΔΝΤ, είναι αυτά που ζητά το ίδιο το ταμείο: οι μειώσεις της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις και μια νέα μείωση του αφορολόγητου.
Μάλιστα από το υπουργείο οικονομικών κοιτάζουν περισσότερο προς την μείωση του αφορολόγητου και λιγότερο στην περικοπή των συντάξεων που θέλουν να έχουν τις μικρότερες δυνατές απώλειες.
Άλλωστε το οικονομικό επιτελείο έχει υποστηρίζει πολλές φορές ότι το υψηλό αφορολόγητο που ισχύει στην Ελλάδα αποτελεί παθογένεια της ελληνικής οικονομίας.
Πριν γίνει αυτό όμως θα πρέπει οι ευρωπαίοι υπουργοί οικονομικών να οριστικοποιήσουν σε πόσα χρόνια μεταφράζεται ο όρος μεσοπρόθεσμος για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Μετά από το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου ο πρόεδρος του Eurogroup κ. Γερούν Νταϊσελμπλούμ είχε παραδεχθεί ότι άλλος υπουργός εννοεί το μεσοπρόθεσμο ως 10 χρόνια, άλλος ως πέντε χρόνια και άλλος ως τρία χρόνια.
Το σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί πριν οριστεί και ο χρόνος ζωής του δημοσιονομικού κόφτη – ο οποίος εκ των πραγμάτων θα πρέπει να συμβαδίζει και με τους μεσοπρόθεσμους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Οι διαπραγματεύσεις που θα πρέπει να γίνουν εντός και εκτός Ελλάδας για όλα αυτά τα θέματα θα χρειαστούν χρόνο και σκληρές διαπραγματεύσεις που μπορεί να χειροτερέψουν το τελικό αποτέλεσμα για την Ελλάδα.
Το χειρότερο από όλα είναι ότι όλα αυτά θα γίνονται σε μια σχεδόν πανευρωπαϊκή προεκλογική περίοδο, πρώτα για την Ολλανδία και στην συνέχεια για την Γαλλία και την Γερμανία και ίσως την Ιταλία με τους υπουργούς οικονομικών της Ευρωζώνης να μην έχουν καμία διάθεση να πάρουν αποφάσεις.