Σε πάνω από 10% της μισθωτής απασχόλησης στην Ελλάδα αντιστοιχούν οι προσωρινές θέσεις εργασίας. Την ίδια στιγμή, η μισθωτή απασχόληση αντιστοιχεί στα 2/3 της συνολικής απασχόλησης.
Εκτός λοιπόν από την ημιαπασχόληση τώρα είναι έντονο το φαινόμενο και της προσωρινής εργασίας. Συγκεκριμένα, οι προτάσεις για την προσωρινή απασχόληση έφτασαν αισίως στις 256.700 στο 4ο τρίμηνο του 2017 και εξακολουθούν να αυξάνονται από χρόνο σε χρόνο (σ.σ πέρυσι τέτοιο καιρό ήταν 239.800).
Με βάση τον επίσημο ορισμό, προσωρινή εργασία είναι «η εργασία των μισθωτών που θα τερματιστεί είτε μετά από συγκεκριμένο περίοδο, γνωστή εκ των προτέρων, είτε μετά από μια περίοδο που δεν είναι γνωστή εκ των προτέρων αλλά προσδιορίζεται από αντικειμενικά κριτήρια (για παράδειγμα, λήξη έργου, ή επιστροφή άλλου υπαλλήλου που είχε αντικατασταθεί προσωρινά). Αν λοιπόν λάβει κανείς υπόψη του ότι:
· 256.700 άνθρωποι είναι μεν εργαζόμενοι με… ημερομηνία λήξεως
· 356.400 άνθρωποι είναι μερικής απασχόλησης και
· Ότι 1,27 εκατομμύρια εργάζονται ως αυτοαπασχολούμενοι (με ή χωρίς δικό τους προσωπικό) ή ως «βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση (σ.σ αυτοί από μόνοι τους είναι 143.200)
Τότε αντιλαμβάνεται ότι το «θαύμα» της αύξησης της απασχόλησης τα τελευταία χρόνια που θέλει να προβάλλει η κυβέρνηση έχει πολλά… αστεράκια καθώς σε σύνολο 3,7 εκατομμυρίων εργαζομένων (τόσοι είναι όλοι μαζί αυτοί που έχουν δουλειά) τουλάχιστον οι μισοί εργάζονται σε συνθήκες πλήρους ανασφάλειας.
Όσοι παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις στον δείκτη της ανεργίας γνωρίζουν ότι το να καταγράφεται μόνο ο πληθυσμός (σ.σ το τέταρτο τρίμηνο του 2017 έκλεισε με ένα εκατομμύριο ανέργους οι οποίοι μειώθηκαν σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2017 αλλά αυξήθηκαν σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2017 λόγω τουρισμού) , δεν αποτυπώνει όλη την πραγματικότητα στην αγορά εργασίας.
«Λείπει» το στοιχείο των αποδοχών: οι μέσες αποδοχές μειώνονται ολοένα και περισσότερο κάτι που δείχνει ότι οι «νέες δουλειές» που δημιουργούνται έχουν πολύ χαμηλές αμοιβές και ενισχύουν μια επίσης «καινούργια τάξη» απασχολούμενων «των εργαζόμενων-άνεργων» δηλαδή αυτών που εμφανίζονται στα χαρτιά ως απασχολούμενοι αλλά στην πράξη εργάζονται χωρίς να μπορούν να τα βγάλουν πέρα.
Από τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, καθίσταται προφανές ότι η μείωση της ανεργίας είναι εξαιρετικά εύθραυστη και συγκυριακή. Τα στοιχεία αποτυπώνουν αυτό που λένε και οι ξένοι οίκοι αλλά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: μπορεί η ονομαστική ανεργία να μειώνεται αλλά απουσιάζουν οι «καλές θέσεις» εργασίας.
Tο 2017, δημιουργήθηκαν τελικώς λιγότερες από 100.000 νέες θέσεις εργασίας: απόδειξη ότι ο αριθμός των απασχολούμενων αυξήθηκε από τα 3,648 εκατομμύρια στο τέταρτο τρίμηνο του 2016, στα 3,736 εκατομμύρια στο τέλος του 2017. Η καθαρή μεταβολή είναι μόλις 88 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Τι θα γίνει αν έρθει μια κακή χρονιά για τον τουρισμό στον οποίο απασχολούνται τουλάχιστον ο ένας στους 8 απασχολούμενους σε όλη τη χώρα; Που θα βρουν δουλειά οι τουλάχιστον 250.000 άνεργοι πτυχιούχοι και πώς θα αποτραπεί το brain drain όταν η αγορά «γεννά» θέσεις μόνο με τον κατώτατο μισθό, προσωρινές ή μερικής απασχόλησης;