Κατώτατος μισθός – Το «πράσινο φως» για ουσιαστική ενίσχυση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα άναψε ο πρωθυπουργός στην ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, η οποία μέσα διμερή διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους, πρόκειται να προχωρήσει σε αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, που διέπουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Το στίγμα των κυβερνητικών προθέσεων, έδωσε η κ. Ν. Κεραμέως στην πρόσφατη συνάντηση που είχε με το προεδρείο της ΓΣΕΕ, κατά την οποία μίλησε για την ανάγκη να υπάρξει ένα νέο κοινωνικό σύμφωνο εργασίας και απηύθυνε κάλεσμα προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων για διαρκή και εποικοδομητικό κοινωνικό διάλογο γύρω από όλα τα ανοιχτά ζητήματα.
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι ιδιαίτερη σημασία δίνεται και στην προώθηση των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας καθώς και στην ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής οδηγίας για τον καθορισμό επαρκών κατώτατων μισθών.
Οι θεσμικές αλλαγές στους μισθούς θα κινηθούν στο επίπεδο ενίσχυσης τόσο των κλαδικών, όσο και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, καθώς σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, η υπουργός Εργασίας είναι κάθετα αντίθετη στην επαναφορά του προσδιορισμού του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους, που αποτελεί πάγιο αίτημα τόσο της ΓΣΕΕ, όσο και των εργοδοτικών οργανώσεων.
Στη βάση αυτού του πλαισίου, οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό για το 2025 αναμένεται να κινηθούν στο 4,5% (3% πληθωρισμός+1% αύξηση της παραγωγικότητας +0,50% μείωση των ασφαλιστικών εισφορών). Έτσι, ο κατώτατος μισθός από τα 830 μεικτά, θα διαμορφωθεί 867,35 ευρώ και υπολείπονται 90 ευρώ για τη διετία 2026-27, προκειμένου να φτάσει στα 950 ευρώ, που αποτελεί κυβερνητική δέσμευση.
Η υπουργός Εργασίας, τόσο στις μονομερείς επαφές με τους εταίρους, όσο και στις διμερείς θα επιδιώξει την ενσωμάτωση της Οδηγίας της ΕΕ για την επάρκεια των κατώτατων μισθών, εντάσσοντάς την στις Ελληνικές ιδιαιτερότητες. Στόχος στην αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου είναι:
Η προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών
Η προώθηση επαρκών επιπέδων νόμιμων κατώτατων μισθών και
Η βελτίωση της πραγματικής πρόσβασης όλων των εργαζομένων στην προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού.
Οι αλλαγές θα κινούνται στην φιλοσοφία της οδηγίας που είναι η θέσπιση ενός πλαισίου για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των κατώτατων μισθών σύμφωνα με ένα σύνολο σαφών κριτηρίων. Ο κατώτατος μισθός θα επικαιροποιείται τουλάχιστον ανά διετία (ή το αργότερο ανά τετραετία για τις χώρες που χρησιμοποιούν μηχανισμό αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής). Ωστόσο, η οδηγία δεν προβλέπει συγκεκριμένο επίπεδο κατώτατου μισθού το οποίο πρέπει να επιτύχουν τα κράτη-μέλη.