Τα επίπεδα χοληστερίνης αποτελούν βασικό δείκτη αξιολόγησης για την υγεία της καρδιάς. Επειδή η ανεβασμένη χοληστερίνη δεν εκδηλώνεται με εμφανή συμπτώματα, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή εκτός κι αν κάνουμε τις απαραίτητες εξετάσεις ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Ποια είναι η συχνότητα που προτείνεται για τις εξετάσεις χοληστερίνης και από ποιους παράγοντες εξαρτάται;
Αρχικά, είναι σημαντικό να κάνει κάποιος την εξέταση σε νεαρή ηλικία, μέχρι τα 35, ώστε να καθοριστεί η τιμή βάσης που θα αποτελέσει το σημείο αναφοράς για τον γιατρό. Τα άτομα που εκτιμάται ότι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνοκαρδιοπάθειας (π.χ. λόγω οικογενειακού ιστορικού ή υπερβολικού βάρους) πρέπει να κάνουν την πρώτη εξέταση αρκετά νωρίς.
Ακόμη κι αν τα επίπεδα χοληστερίνης είναι φυσιολογικά, θα πρέπει να παρακολουθούνται σε βάθος χρόνου ώστε να εντοπιστούν έγκαιρα ανησυχητικές μεταβολές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα εάν υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής που πιθανώς επιβαρύνουν την καρδιά (π.χ. αύξηση βάρους, διακοπή γυμναστικής, αύξηση στην κατανάλωση αλκοόλ).
Τα υγιή άτομα με φυσιολογική χοληστερίνη θα πρέπει να κάνουν εξετάσεις τουλάχιστον κάθε πέντε χρόνια. Όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό υψηλής χοληστερίνης, όσοι πάσχουν από υπέρταση και όσοι έχουν διαγνωστεί με διαβήτη θα πρέπει να επαναλαμβάνουν την εξέταση σε ετήσια βάση, συνιστά ο Ράντι Γουέξλερ, καθηγητής οικογενειακής ιατρικής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο.
Η ανεβασμένη χοληστερίνη αντιμετωπίζεται παραδοσιακά με μια κλάση φαρμάκων που ονομάζονται στατίνες. Εάν η ανεβασμένη χοληστερίνη δεν εντοπιστεί έγκαιρα και δεν αντιμετωπιστεί, παρεμποδίζεται η κυκλοφορία του αίματος και υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο.