Την πεποίθηση ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται πετύχει φέτος το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, εξέφρασε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.Σε ομιλία του στο πλαίσιο επενδυτικής ημερίδας, ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε ότι η Ελλάδα θα επιτύχει πρωτογενές
πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ φέτος έναντι στόχου για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Στην ομιλία του στην επενδυτική ημερίδα, ο κ. Στουρνάρας είπε επίσης ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επιβαρύνουν την ανάπτυξη της οικονομίας.
«Προκειμένου να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να διασφαλιστεί η επίτευξη ταχύτερων ρυθμών ανάπτυξης, απαιτείται προώθηση και όχι αναστολή και κατάργηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα», τόνισε ο κ. Στουρνάρας για να προσθέσει ότι κάτι τέτοιο θα καταστήσει την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις και θα υποβοηθήσει τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο, εξωστρεφές πρότυπο, με υψηλούς και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, το επενδυτικό κενό της χώρας είναι ελαφρώς χαμηλότερο από τα 100 δισ. ευρώ που εκτιμά ο ΣΕΒ, αλλά μπορεί να καλυφθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα και με ρεαλιστικούς ρυθμούς επενδύσεων (5% ετησίως εξαιρουμένων των επενδύσεων σε ακίνητα), εφόσον οι επενδύσεις επικεντρωθούν στους πλέον παραγωγικούς και εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας. Για το σκοπό αυτό, είναι επιτακτική ανάγκη στο προσεχές διάστημα να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες περιορίστηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθώς έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία, και να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις καθώς αυτές ενθαρρύνουν την ανάληψη πρόσθετων ιδιωτικών επενδύσεων.
Το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί φιλικό προς τις επενδύσεις και αυτό οφείλεται κυρίως στους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές στην εκτεταμένη γραφειοκρατία, στην ύπαρξη εμποδίων και προσκομμάτων που αποδεδειγμένα παρεμποδίζουν την υλοποίηση επενδύσεων και, εν τέλει, επιδεινώνουν το επιχειρηματικό κλίμα, καθώς και στις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης.
Σε αυτό το πλαίσιο, υπογραμμίζει ο κ. Στουρνάρας, πρέπει να σημειωθεί ότι η ανταγωνιστικότητα εκτός των τιμών, η λεγόμενη «διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα», δεν είναι μόνο χαμηλή σε σύγκριση με τους ευρωπαίους εταίρους, αλλά στην πραγματικότητα υποχώρησε τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με το δείκτη ευχέρειας του επιχειρείν της Παγκόσμιας Τράπεζας (2018), το δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (2018), αλλά και με βάση την παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας για το 2019 του IMD World Competitiveness Center.