Η μεσαία τάξη βρέθηκε στο επίκεντρο όλων των συζητήσεων από τις πρώτες κιόλας ημέρες της κρίσης. Πολλά ειπώθηκαν για την κακή της τύχη τον καιρό των μνημονιακών μέτρων: ότι αφαιμάχθηκε και συρρικνώθηκε, ότι τσαλαπατήθηκε και περιθωριοποιήθηκε, ότι έχασε την αλλοτινή της ευρωστία και ρώμη και ότι τείνει πλέον να εξαφανιστεί.
Συχνά, βεβαίως, ο δημόσιος λόγος διαμορφώνεται ερήμην των πραγματικών δεδομένων, προτιμώντας τα σχήματα της υπερβολής και της καταγγελίας (τη γλώσσα της εν θερμώ έκφρασης και του συναισθηματισμού) από τα πορίσματα τα οποία ενδέχεται να προσκομίσει η επισταμένη έρευνα. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει η Βάλια Αρανίτου, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, με το βιβλίο της «Η μεσαία τάξη στην Ελλάδα την εποχή των μνημονίων. Μεταξύ κατάρρευσης και ανθεκτικότητας», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Θεμέλιο.
Μιλώντας για τη μεσαία τάξη, θα πρέπει καταρχάς να συμφωνήσουμε ως προς το τι ακριβώς εννοούμε. Η συζήτηση που έχει προηγηθεί στο πεδίο της οικονομικής επιστήμης, της πολιτικής θεωρίας και της κοινωνιολογίας είναι μακρά και η Αρανίτου δείχνει με περιεκτικό τρόπο τις πολλαπλές διαφωνίες οι οποίες άρχισαν να χωρίζουν τους θεωρητικούς ήδη από τον 19ο αιώνα.
Ας συγκρατήσουμε από αυτή την τόσο εκτενή φιλολογία το σημαντικότερο, που είναι η διάψευση της πρόβλεψης του Μαρξ για την απορρόφηση της μεσαίας τάξης από το προλεταριάτο στην προοπτική της επερχόμενης αταξικής κοινωνίας, λαμβάνοντας ταυτοχρόνως υπόψη και κάτι άλλο: ότι τα κριτήρια για το ποιοι ανήκουν στη μεσαία τάξη, συγκροτώντας την αναγνωριστική της ταυτότητα, είναι δυνατόν να ανταποκρίνονται σε πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα: άλλοτε στο εισόδημα, άλλοτε στην ατομική ιδιοκτησία και την κληρονομική περιουσία και άλλοτε στο κύρος του κοινωνικού ρόλου που αναλαμβάνει το άτομο στο πλαίσιο του συλλογικού του περιβάλλοντος.
Τι γίνεται όμως με την αστική τάξη στην Ελλάδα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και προτού φτάσουμε στη δύσκολη ώρα των μνημονίων; Όπως παρατηρεί η συγγραφέας, αλλά όπως το ξέρουμε και από παλαιότερες μελέτες και δημοσιεύματα (ακόμα και από δημοσιογραφικά άρθρα), η μεσαία τάξη διεκδικούσε ανέκαθεν στα καθ’ ημάς περισσότερο βάρος και μεγαλύτερη επιφάνεια από το βάρος και την επιφάνεια που είχε και έχει μέχρι σήμερα στην Ευρώπη. Χωρίζοντας τη μεταπολεμική ιστορία της ελληνικής μεσαίας τάξης σε τρεις περιόδους (από το 1950 μέχρι το 1980, από το 1980 μέχρι το 2009 και από το 2009 και εφεξής), η ερευνήτρια παρακολουθεί την πορεία της σε τρία αντίστοιχα στάδια. Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων σταδίων, η μεσαία τάξη όχι μόνο σταθεροποιήθηκε, αλλά και μετεξελίχθηκε. Όπως το σημείωνε ο Νίκος Πουλαντζάς, την «παραδοσιακή μικροαστική τάξη» ήλθε να υποκαταστήσει η «νέα μικροαστική τάξη»: από τους παλαιούς «νοικοκυραίους» περάσαμε στους «μικρομεσαίους» της δεκαετίας του 1980 και από εκεί στους καινούργιους μικρούς επιχειρηματίες, που φτάνουν μέχρι τις ημέρες μας. Κι αν στα δύο πρώτα στάδια, παλαιά και νέα μεσαία τάξη γνωρίζουν (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) τις καλύτερες επιδόσεις τους, στα χρόνια των μνημονίων και της κρίσης τα αλλεπάλληλα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονται από τους Ευρωπαίους δανειστές (η Αρανίτου τα καταγράφει εξαντλητικά), καταλήγουν να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την υπόστασή της ως τάξης.
Τι συνέβη παρόλα αυτά σε πραγματικό επίπεδο με τη μεσαία τάξη στις ημέρες μας; Όντως διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη και έχασε την υπόστασή της ή μήπως κατόρθωσε, παρά τα πολλαπλά πλήγματα, να χαράξει μιαν άλλη διαδρομή; Η Αρανίτου υιοθετεί σαφώς τη δεύτερη εκδοχή. Η μεσαία τάξη στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα όχι μόνο δεν έχει καταρρεύσει, αλλά κι έχει καταφέρει να επιδείξει μια πρωτοφανή αντοχή: αντοχή που δεν ανάγεται σε κάποιους μεταφυσικούς λόγους, αλλά οφείλεται στο μακροσκοπικό γεγονός πως η θέση της στη δομή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας έχει ιστορικό χαρακτήρα – χαρακτήρας ο οποίος επέτρεψε και τη διάσωσή της, έστω με ποικίλους ακρωτηριασμούς.
Μικροί επιχειρηματίες, δημόσιοι υπάλληλοι με επιστημονική κατάρτιση και ελεύθεροι επαγγελματίες (η σύνθεση της παλιάς και της νέας μικροαστικής τάξης) αντιπαρατέθηκαν στην κρίση εφαρμόζοντας μια στρατηγική στοχαστικών προσαρμογών, και υπό αυτή την έννοια (είναι ένα σημείο στο οποίο ευλόγως επιμένει η συγγραφέας) αδίκως ενοχοποιήθηκαν και δαιμονοποιήθηκαν τόσο από τους ξένους δανειστές όσο και από τους Έλληνες αναλυτές. Οι μικροαστοί των μνημονίων επέζησαν γιατί οι προκάτοχοί τους, οι μικροαστοί της μεταπολεμικής περιόδου, πρόλαβαν να συμβάλουν καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Κι αυτό ήταν κάτι το οποίο τους προσπόρισε οικονομικό αλλά και πολιτικό κεφάλαιο – ένα κεφάλαιο που ακόμη και σήμερα δεν έχει απολέσει τη δυναμική του και την πάγια ικανότητά του να μετασχηματίζεται και να μεταμορφώνεται.