Στον αέρα κινδυνεύει να τιναχθεί το εγχείρημα της κυβέρνησης να περιορίσει τη φοροδιαφυγή μέσω της θέσπισης κινήτρων για τη χρήση πλαστικού χρήματος και άλλων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής. Εχει περάσει ήδη 1,5 μήνας από την έναρξη του 2017 και για την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων έχει εκδοθεί μόνο μία υπουργική απόφαση, κι αυτή προβληματική.
Με τις διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 4446/2016 καθιερώθηκαν συγκεκριμένα κίνητρα για την επέκταση της χρήσης του πλαστικού χρήματος και των άλλων ηλεκτρονικών μέσω πληρωμής στις περισσότερες καθημερινές συναλλαγές των φορολογουμένων, με στόχο να περιοριστεί η φοροδιαφυγή.
Τα κίνητρα που προβλέπουν οι διατάξεις του συγκεκριμένου άρθρου είναι:
1 Η κατοχύρωση ετήσιας έκπτωσης φόρου από 1.900 έως 2.100 ευρώ για τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους ελεύθερους επαγγελματίες για όσους πληρώνουν τις καθημερινές προσωπικές τους δαπάνες με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Συγκεκριμένα:
α) Κάθε φορολογούμενος με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ από μισθούς ή συντάξεις και κάθε κατά κύριο επάγγελμα αγρότης με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ πρέπει να καλύπτει κάθε χρόνο το 10% του εισοδήματός του αυτού με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών ή άλλων μεθόδων ηλεκτρονικών συναλλαγών για να δικαιούται έκπτωση φόρου 1.900-2.100 ευρώ.
β) Κάθε φορολογούμενος με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα από 10.001 έως 30.000 ευρώ προερχόμενο από μισθούς ή συντάξεις. καθώς επίσης και κάθε κατά κύριο επάγγελμα αγρότης με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα από 10.001 έως 30.000 ευρώ πρέπει να καλύπτει ποσοστό 10% του τμήματος του εισοδήματός του μέχρι τις 10.000 ευρώ και ποσοστό 15% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τις 10.000 ευρώ με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών ή άλλου είδους ηλεκτρονικών συναλλαγών για να δικαιούται έκπτωση φόρου μέχρι ποσού 1.900-2.100 ευρώ.
γ) Κάθε φορολογούμενος με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ προερχόμενο από μισθούς ή συντάξεις, καθώς και κάθε κατά κύριο επάγγελμα αγρότης με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ πρέπει να καλύπτει ποσοστό 10% του τμήματος εισοδήματός του μέχρι τις 10.000 ευρώ, ποσοστό 15% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τις 10.000 και έως τις 30.000 ευρώ και ποσοστό 20% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τις 30.000 ευρώ με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών, χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών για να κατοχυρώσει έκπτωση φόρου που φθάνει μέχρι τα επίπεδα των 1.800-2.000 ευρώ.
δ) Το ποσό των δαπανών που πρέπει να εξοφληθούν με πλαστικό χρήμα ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής για να κατοχυρωθεί η έκπτωση φόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ ετησίως.
ε) Σε κάθε περίπτωση μη κάλυψης του απαιτούμενου ποσού με δαπάνες εξοφληθείσες από τέτοιου είδους μέσα πληρωμής, ο φορολογούμενος θα επιβαρύνεται με επιπλέον φόρο 22% επί του «ακάλυπτου» ποσού.
2 Συμμετοχή σε κληρώσεις δώρων συνολικής αξίας 12 εκατ. ευρώ. Οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται με κάρτες ή ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής θα συμμετέχουν σε πρόγραμμα δημοσίων κληρώσεων (Λοταρίες). Το συνολικό ποσό που θα διατίθεται για το σκοπό αυτόν θα προέρχεται από τον Προϋπολογισμό του κράτους και δεν θα υπερβαίνει τα 12 εκατ. ευρώ ετησίως.
Καθυστερήσεις
Για να ενεργοποιηθούν τα παραπάνω κίνητρα χρήσης του πλαστικού χρήματος και των άλλων ηλεκτρονικών μέσω πληρωμής έπρεπε, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, να εκδοθούν τρεις υπουργικές αποφάσεις. Μέχρι στιγμής όμως έχει εκδοθεί μόνο μία, κι αυτή έχει προκαλέσει σημαντικό πρόβλημα στην προσπάθεια περιορισμού της φοροδιαφυγής.
Συγκεκριμένα, η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών έχει εκδώσει την απόφαση που καθορίζει ποιες ακριβώς είναι οι κατηγορίες δαπανών τις οποίες οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες φορολογούμενοι θα πρέπει να εξοφλούν είτε με χρεωστικές είτε με πιστωτικές κάρτες είτε με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής για να κατοχυρώσουν το δικαίωμα μείωσης του ετήσιου φόρου εισοδήματος κατά ποσά που φθάνουν μέχρι τα 1.900-2.100 ευρώ. Με την απόφαση αυτή, μάλιστα, τα κίνητρα που προβλέπει ο ν. 4446/2016 για τη χρήση του «πλαστικού χρήματος» και των λοιπών ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής με σκοπό τη μείωση της φοροδιαφυγή εξασθένησαν σημαντικά. Κι αυτό διότι η απόφαση προβλέπει ότι στις δαπάνες που πρέπει να εξοφλούνται με «πλαστικό χρήμα» ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής για να κατοχυρώνεται η έκπτωση φόρου εισοδήματος περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, όλα τα έξοδα για πληρωμές λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, τηλεφώνων, Ιnternet, κοινοχρήστων, ακόμη και τα ασφάλιστρα Υγείας, κατοικίας και αυτοκινήτων. Περιλαμβάνονται, δηλαδή, δαπάνες για τις οποίες εκδίδονται ούτως ή άλλως αποδείξεις ή τιμολόγια. Με την πληρωμή όμως των δαπανών αυτών μέσω πλαστικού χρήματος ή άλλων ηλεκτρονικών μεθόδων οι περισσότεροι μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες φορολογούμενοι θα μπορούν να καλύπτουν άνετα το μεγαλύτερο μέρος ή ακόμα και ολόκληρο το απαιτούμενο ποσό για την κατοχύρωση του αφορολογήτου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι έχουν ετήσια εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ, το συνολικό ύψος των ετήσιων δαπανών που πρέπει να εξοφλούν με πλαστικό χρήμα ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής αντιστοιχεί μόνο στο 10% του ετήσιου εισοδήματός τους, δηλαδή δεν ξεπερνά τα 1.000 ευρώ. Ακόμη όμως και οι έχοντες εισοδήματα άνω των 10.000 ευρώ αρκεί να εξοφλήσουν με πλαστικό χρήμα ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής όλες τις παραπάνω δαπάνες και είναι σχεδόν βέβαιο ότι με τις πληρωμές αυτές θα καλύψουν εύκολα τα ποσοστά από 10% έως 18,75% του ετήσιου εισοδήματός τους που απαιτούνται για να κατοχυρώσουν το αφορολόγητο.
Συνεπώς, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες δεν θα έχουν κανένα κίνητρο να χρησιμοποιήσουν «πλαστικό χρήμα» ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής για τις υπόλοιπες κατηγορίες προσωπικών τους δαπανών, πολλές από τις οποίες έχουν ως αντισυμβαλλόμενους επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες με ροπή προς τη φοροδιαφυγή.
Πέραν όμως του προβλήματος αυτού, οι διατάξεις του ν. 4446/2016 για τα κίνητρα χρήσης «πλαστικού» και «ηλεκτρονικού» χρήματος παραμένουν ακόμη ουσιαστικά ανενεργές, καθώς δεν έχουν εκδοθεί ακόμη δύο εφαρμοστικές αποφάσεις, οι οποίες θα πρέπει να καθορίζουν:
α) τις κατηγορίες (τους κλάδους) επιχειρήσεων οι οποίες θα υποχρεωθούν σταδιακά να δέχονται συναλλαγές με κάρτες ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες που θα οριστούν να εκπληρώνουν την υποχρέωση αυτή θα πρέπει να συμβληθούν υποχρεωτικά με νομίμως αδειοδοτημένους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών και να εγκαταστήσουν μηχανήματα POS στους επαγγελματικούς τους χώρους,
β) τον τρόπο με τον οποίο θα αποδίδονται διά κληρώσεων χρηματικά ή άλλα δώρα σε όσους χρησιμοποιούν χρεωστικά ή πιστωτικές κάρτες για τις αγορές τους.
Τα αποτελέσματα των παραπάνω προβλημάτων που περιγράψαμε είναι αφενός η αποδυνάμωση της χρήσης των ηλεκτρονικών πληρωμών ως μεθόδων αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής, αλλά και η μη ενεργοποίησή τους, καθώς πολλοί επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες εξακολουθούν να μην είναι ακόμη υποχρεωμένοι να δέχονται πληρωμές με κάρτες ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα.
Εν τω μεταξύ, μία ακόμη υπουργική απόφαση για την εφαρμογή μιας άλλης σημαντικής ρύθμισης για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής δεν έχει ακόμη εκδοθεί. Η απόφαση αυτή αφορά στην ενεργοποίηση της διάταξης που προβλέπει ότι τα φυσικά πρόσωπα, οι εταιρίες και τα λοιπά νομικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματικές δραστηριότητες υποχρεούνται να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά σε βάση δεδομένων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων τα δεδομένα των εκδιδόμενων φορολογικών στοιχείων, ανεξαρτήτως του τρόπου έκδοσης αυτών.