Ο κλάδος έχει χαρακτηρισθεί ως μια από τις παραγωγικές δραστηριότητες που είναι ικανές να βοηθήσουν την Ελλάδα να βγει από την κρίση. Ο λόγος για την ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, η οποία αν και ξεκίνησε το 1980 με λίγες πειραματικές μονάδες και ετήσια παραγωγή μόλις πέντε τόνων, η ανάπτυξή της στη συνέχεια, ήταν κατακόρυφη αυξάνοντας συνεχώς την παραγωγή.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, και με όσα δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Παναγιώτης Βερίλλης, Επίκουρος καθηγητής, στο τμήμα Γεωπονίας, Ιχθυολογίας και Υδάτινου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το 2015 η συνολική αξία των εξαγωγών αλιευτικών προϊόντων ανήλθε σε 653,5 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας αντιπροσωπεύουν το 82% της αξίας των εξαγωγών αυτής της κατηγορίας.

Χαρακτηριστικά, αναφέρει ότι το 1985 υπήρχαν δώδεκα μονάδες με συνολική παραγωγή περίπου 100 τόνους και τρεις δεκαετίες αργότερα, η παραγωγή αυξήθηκε κατά 1000%, αριθμώντας πάνω από 300 μονάδες και παραγωγή που ξεπερνούσε τους 100.000 τόνους. Η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια έφτασε το ιστορικά υψηλό των 144.000 τόνων το 2008.

Ποια είδη όμως εκτρέφονται; Σύμφωνα με τον ίδιο, στις ελληνικές θάλασσες εκτρέφονται μεσογειακά είδη, τσιπούρα και λαβράκι κατά κύριο λόγο, και σε μικρότερο ποσοστό φαγκρί, κρανιός, μυτάκι, συναγρίδα κ.α.

Εκτός από τις θαλάσσιες ιχθυοκαλλιέργειες στην Ελλάδα υπάρχουν και μονάδες εκτροφής ιχθύων εσωτερικών υδάτων. Σήμερα δραστηριοποιούνται περί τις 80 μονάδες εντατικής εκτροφής ιχθύων εσωτερικών υδάτων. Σημαντικός είναι επίσης και ο αριθμός των μονάδων, περί τις 600, που δραστηριοποιούνται στην οστρακοκαλλιέργεια, εκτρέφοντας σχεδόν αποκλειστικά το μεσογειακό μύδι.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλιεργειών (ΣΕΘ), το 2015 ο συνολικός όγκος παραγωγής ψαριών και οστράκων ανήλθε σε 134.065 τόνους αξίας 628,3 εκατ. ευρώ.

Τα ψάρια που εκτρέφονται στη θάλασσα αντιπροσωπεύουν το 97% του συνολικού όγκου εκτρεφόμενων ψαριών. Τα αλιευτικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της ιχθυοκαλλιέργειας, είναι ο πρώτος κλάδος ζωικής παραγωγής σε εξαγωγές και τα τελευταία χρόνια βρίσκεται στην κορυφή των εξαγώγιμων αγροτικών προϊόντων. Στην Ελλάδα τα κύρια εκτρεφόμενα είδη ψαριών είναι η τσιπούρα και το λαβράκι.

Περίπου το 78% της παραγωγής εξάγεται και το υπόλοιπο 22% διατίθεται στην εγχώρια αγορά. Το 2016 η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 105.000 τόνους αξίας σχεδόν 553 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2016 η τσιπούρα και το λαβράκι εξήχθησαν σε 32 χώρες εντός και εκτός της ΕΕ. Η εκτίμηση του ΣΕΘ για το 2017(τα συνολικά στοιχεία δεν έχουν συλλεχθεί ακόμα) είναι ότι η παραγωγή θα παρουσιάσει αύξηση 4,6% και θα επανέλθει στους 110.000 τόνους.

Παραδοσιακά οι Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία είναι οι χώρες εντός ΕΕ που απορροφούν συνολικά σχεδόν το 57% της Ελληνικής παραγωγής. To 2016 εξήχθησαν συνολικά περί τους 82.000 τόνους τσιπούρας και λαβρακιού, εκ των οποίων το 58% ήταν τσιπούρα και το 42% λαβράκι. Το σύνολο σχεδόν των εξαγωγών ήταν προς χώρες της ΕΕ. (98%). Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων (FAO) και της Παγκόσμιας Τράπεζας μέχρι το 2030 πάνω από το 65% των αλιευτικών προϊόντων θα προέρχεται από την υδατοκαλλιέργεια.

 

Ποιο είναι το μέλλον της ιχθυοκαλλιέργειας, ο στόχος για τα επόμενα χρόνια; Όπως απαντά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Παναγιώτης Βερίλλης, επίκουρος καθηγητής, τμήμα Γεωπονίας, Ιχθυολογίας και Υδάτινου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στόχος είναι το 2020 οι εξαγωγές να φθάσουν τους 105.000 τόνους και το 2030 τους 204.000 τόνους. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, παρόλο την συνεχώς αυξανόμενη δυναμική του κλάδου, υπάρχει έντονος προβληματισμός για την αύξηση των μεριδίων αγοράς της Τουρκίας.

Και εξηγεί ο κ. Βερίλλης: «Οι κρατικές ενισχύσεις που λάμβαναν μέχρι πρόσφατα οι Τούρκοι παραγωγοί, τους επιτρέπουν να διαθέτουν το προϊόν τους σε χαμηλότερες τιμές, η διαφορά μπορεί να πλησιάσει και το 1 ευρώ/ κιλό, δημιουργώντας έτσι συνθήκες άνισου ανταγωνισμού. Για να μπορέσει ο κλάδος να συνεχίσει απρόσκοπτα την ανάπτυξή του, εγκρίθηκε το 2014 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Πολυετές Εθνικό Σχέδιο της Ελλάδας που περιγράφει δράσεις-στόχους σε σχέση με στρατηγικούς τομείς στους οποίους εντοπίζονται οι κύριες αιτίες που εμποδίζουν την ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας. Οι άξονες αυτοί αφορούν στην απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών, στην ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας (οργάνωση των παραγωγών, ανάπτυξη έρευνας και καινοτομίας) και στην καθιέρωση ισότιμων όρων ανταγωνισμού».

 

Τέλος, μιλώντας ο ίδιος για το Τμήμα Γεωπονίας, Ιχθυολογίας και Υδάτινου Περιβάλλοντος, σημειώνει πως αυτό, διεξάγει έρευνα υψηλού επιπέδου στον τομέα των ιχθυοκαλλιεργειών μέσω εθνικών και ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Τα αποτελέσματα της έρευνάς του διαχέονται μέσω δημοσιεύσεων σε επιστημονικά περιοδικά και ανακοινώσεων σε διεθνή συνέδρια. Μάλιστα, το τμήμα Γεωπονίας Ιχθυολογίας και Υδάτινου είναι συνδιοργανωτής του διεθνούς συνεδρίου Hydro MediT με θέματα που άπτονται της εφαρμοσμένης ιχθυολογίας και του υδάτινου περιβάλλοντος. Το συνέδριο γίνεται κάθε δύο χρόνια. Φέτος θα διεξαχθεί στις 8-11 Νοεμβρίου στον Βόλο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025