«Η απόφαση του Eurogroup της 21/6 αφαιρεί μια βασική πηγή αβεβαιότητας και εκκρεμότητας για την ελληνική οικονομία, που ήταν η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Όμως η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του παραπέμπεται σε μελλοντικές αποφάσεις. Και επίσης πολλά ακόμα μένει να γίνουν για να αυξηθεί ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιώργος Παγουλάτος, Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η απόφαση του Eurogroup, σύμφωνα με τον κ. Παγουλάτο, «συνιστά ένα πακέτο διευθέτησης του χρέους για το μεσοπρόθεσμο διάστημα, που διευκολύνει την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας ώς το 2032, δίχως ωστόσο να παρέχει οριστική λύση στο πρόβλημα. Η διευθέτηση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας παραπέμπεται για μια επόμενη απόφαση. Είναι καταρχήν θετικό ότι πρόκειται για ένα εμπροσθοβαρές πακέτο. Τα 10 χρόνια επιμήκυνσης των λήξεων, μέχρι το 2032, είναι ένας καθαρός διάδρομος ως το 2032».
Επίσης, προσθέτει ότι «το κυριότερο αρνητικό είναι οι εξαιρετικά φιλόδοξοι δημοσιονομικοί στόχοι (3,5% πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022, κι έπειτα 2,2% μέχρι το 2060!). Ίσως εδώ, η δημιουργία των υπερπλεονασμάτων δημιούργησε μια εντύπωση ευχερούς επίτευξης τέτοιων πλεονασμάτων. Αυτοί οι περιοριστικοί στόχοι, αν επιδιωχθούν αυστηρά, θα υπονομεύσουν το ρυθμό ανάπτυξης. Μια οικονομία με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής μετά την κρίση (με το χαμηλό ποσοστό απασχόλησης, το επενδυτικό κενό, τα δυσμενή δημογραφικά) θα δυσκολευτεί πάρα πολύ στην διατήρηση ενός 2,2% πλεονάσματος για τόσο μεγάλο διάστημα, ιδίως εφόσον οι πόροι εξυπηρέτησης του χρέους θα φεύγουν από την ελληνική οικονομία. Εδώ η κριτική του ΔΝΤ είναι βάσιμη. Πιστεύω ότι το 2,2% θα αναθεωρηθεί ρεαλιστικότερα προς τα κάτω στο μέλλον, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η χώρα μας παραμένει στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων χωρίς να αθετεί τα συμφωνημένα».
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παγουλάτος, «ευκταίο θα ήταν ένα μέρος από το πρωτογενές πλεόνασμα αυτό, με συμφωνία των εταίρων, να διατίθεται για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, έτσι ώστε να κλείσει και το μεγάλο επενδυτικό κενό. Διότι η μεγαλύτερη οικονομική πρόκληση που έχει η χώρα μπροστά της είναι πώς θα αυξήσουμε την παραγωγικότητα και το μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας».
Ο κ. Παγουλάτος εκτιμά ότι «θα είναι σημαντικό η χώρα να μπορέσει να εκπέμψει αξιοπιστία και αίσθημα ασφάλειας στους επενδυτές. Και γι’ αυτό χρειάζεται όχι μόνο ευνοϊκό διεθνές κλίμα αλλά κι ένα ισχυρό φιλο-επενδυτικό στίγμα και “κυριότητα” των μεταρρυθμίσεων που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα και το δυνητικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας.
Η οικονομία αναπτύσσεται ξανά (η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά μεγέθυνση 2% για το 2018), και αυτό είναι αναμφίβολα θετικό. Όμως οι ρυθμοί ανάκαμψης είναι χαμηλότεροι από τις προβλέψεις, και χαμηλότεροι από τους αντίστοιχους ρυθμούς ανάπτυξης της υπόλοιπης Ευρωζώνης. Για μια οικονομία που βγαίνει από μια τόσο βαθιά και μακρά κρίση, με φθηνές αξίες και επενδυτικές ευκαιρίες, και χωρίς κίνδυνο Grexit, η ανάκαμψη θα έπρεπε να είναι πολύ πιο δυναμική. Και με μια ισχυρότερη συμβολή των επενδύσεων και των εξαγωγών (με δεδομένα και τα περιορισμένα όρια της ιδιωτικής κατανάλωσης). Ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγοντας παραμένει το υπέρμετρο βάρος φορολόγησης και ασφαλιστικών εισφορών, όπως διαπιστώνει και η Τράπεζα της Ελλάδος. Επίσης, η χώρα μας πρέπει να αυξήσει περαιτέρω την ελκυστικότητά της στις ιδιωτικές επενδύσεις, και ιδίως τις άμεσες ξένες επενδύσεις».