«Οι θεσμοί δεν αμφισβητούν τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος», τόνισε η Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου, σε συνέντευξή της στον ρ/σ “NEWS 24/7 στους 88,6”, και υπογράμμισε ότι «η αναλογιστική μελέτη, που είναι σε ισχύ μετά την ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2016 και δείχνει την προβολή της συνταξιοδοτικής δαπάνης έως το 2070, έχει εγκριθεί από την Κομισιόν».
Η Υπουργός Εργασίας σημείωσε ότι «η ελληνική πλευρά ενημέρωσε τους θεσμούς ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη, που είναι και το πιο κρίσιμο στοιχείο της συζήτησης, βρίσκεται πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο και σε λίγα χρόνια θα ταυτιστεί με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, χωρίς να χρειαστεί να μεσολαβήσει το μέτρο της απομείωσης της προσωπικής διαφοράς» και πρόσθεσε ότι «οριστική αποσαφήνιση του ζητήματος αυτού θα υπάρξει στις αρχές Οκτωβρίου, οπότε και θα κατατεθεί το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2019».
Η κ. Αχτσιόγλου δήλωσε, επίσης, ότι «οι συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα μετά την 21η Αυγούστου δεν είναι διαπραγμάτευση. Έχουμε τελειώσει πια με αυτόν τον κύκλο που ίσχυε από το 2010 μέχρι σήμερα. Αυτό που έγινε αυτή την εβδομάδα και στις επαφές που υπήρχαν ήταν ενημέρωση και υποβολή στοιχείων από τη δική μας πλευρά» και επισήμανε ότι «υποβάλλαμε εκ νέου τα στοιχεία αυτά, τα οποία πια επιβεβαιωμένα αποδεικνύουν ότι διαρθρωτικά και δημοσιονομικά το μέτρο δεν είναι αναγκαίο».
Υπογραμμίζοντας ότι «μετά το τέλος του μνημονίου δεν υπάρχει μηχανισμός εξαναγκασμού προς την ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή όλο το σχήμα εκείνο που η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να διαπραγματεύεται πολιτικές, έπρεπε να συμφωνούν οι θεσμοί στις πολιτικές αυτές, προκειμένου να εκταμιεύονται οι δόσεις, δεν υπάρχει πια».
Αυτό που υπάρχει, πρόσθεσε, είναι «πρώτον, η μεταμνημονιακή εποπτεία που ακολουθείται και σε όλες τις υπόλοιπες χώρες Πορτογαλία, Ιρλανδία κτλ, όπου έχουμε μία παρακολούθηση των χωρών που βγαίνουν από το μνημόνιο για να διατηρηθεί η καλή δημοσιονομική τους πορεία και να μην έχουν αναταράξεις. Δεύτερον, οι υποχρεώσεις που έχουμε από την Ευρωζώνη ούτως ή άλλως, οπότε για κάποια δεδομένα σε σχέση με τους προϋπολογισμούς μας γίνεται ενημέρωση στους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης και γίνονται συστάσεις από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για το τι θα πρέπει να ακολουθείται και τι όχι, σε όλες τις χώρες. Τρίτον, ο παράγοντας των αγορών και το πως αντιλαμβάνονται τις αλλαγές που μπορεί να συμβαίνουν σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο μέσα σε μία χώρα και το οποίο πρέπει κανείς, επίσης, να το λαμβάνει υπόψη». Αυτά, τόνισε η κ. Αχτσιόγλου, «είναι τα τρία στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη και λαμβάνει υπόψη και η ελληνική κυβέρνηση, όταν κάνει τις επιλογές της».
Αναφερόμενη στις μειώσεις των εισφορών των μη μισθωτών, σημείωσε ότι αυτές είναι κυρίως δύο: «η πρώτη είναι ότι διατηρώντας την ελάχιστη εισφορά, από εκεί και πέρα το ασφάλιστρο για την κύρια σύνταξη από 20% που είναι σήμερα πηγαίνει στο 13,3% και αυτό αφορά ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους επιστήμονες, γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς και για τους αγρότες από 18% στο 12% και θα ισχύσει από 1/1/2019. Το δεύτερο μέτρο είναι η μείωση της εισφοράς για επικουρική και εφάπαξ, που ισχύει στους επιστήμονες, δηλαδή γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς, όπου εκεί ουσιαστικά περνάμε στην καταβολή από όλους του ελαχίστου μόνο ποσού, που φτάνει τα 64,5 ευρώ τον μήνα ανεξαρτήτως εισοδήματος και αυτό θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα από 1/1/2017»