Η αναγκαιότητα της συνεχούς ενημέρωσης
1η προτεραιότητα: Αξιολόγηση
Πώς θα μας φαινόταν εάν ένας γιατρός μας εξέταζε απλά «με μία ματιά»; Εάν δεν έχει μεγάλη εμπειρία, σίγουρα κανένας δεν θα τον εμπιστευτεί. Εάν έχει πολύχρονη πείρα, όμως, μάλλον θα καταλάβει ποιο μπορεί να είναι το πρόβλημά μας. Βέβαια, η αμφιβολία πάντα θα παραμένει, αν δεν έχουμε υποβληθεί σε μία αντικειμενική εξέταση.
Σίγουρα, η αξιολόγηση στην εκπαίδευση δεν μπορεί να παρομοιαστεί καθολικά με τις ιατρικές εξετάσεις, ούτε μπορεί να αποκτήσει τόσο αυστηρά χαρακτηριστικά. Χρειάζεται όμως να δανειστεί κάποια από τα θετικά στοιχεία της, κυρίως για να προστατεύσει τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς.
Πριν τη δημιουργία αντικειμενικών τεστ αξιολόγησης, οι κρίσεις και οι απόψεις των εκπαιδευτικών, όπως και τα τεστ που οι ίδιοι δημιουργούν, ήταν το μόνο μέσο για να αξιολογήσουν την επίδοση των μαθητών. Αυτή η επιλογή ναι μεν μπορεί να είναι επιτυχημένη σε πολλές περιπτώσεις, αλλά μπορεί να οδηγεί σε εσφαλμένες εντυπώσεις και σε έναν επικίνδυνο εφησυχασμό. Στην περίπτωση που το διακύβευμα είναι η τελική βαθμολογία των μαθητών, το 9 ή το 10, τότε μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι τόσο σοβαρή περίπτωση. Εάν, όμως, πρόκειται για την ανίχνευση ή τη διάγνωση παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες, τότε σίγουρα χρειάζονται πιο αντικειμενικές διαδικασίες. Δε γίνεται να είναι ευθύνη μόνο των εκπαιδευτικών μία τόσο σοβαρή διαδικασία χωρίς να είναι εφοδιασμένοι με τα κατάλληλα εργαλεία, ούτε μπορούν τα εξαιρετικά χρήσιμα κριτήρια αξιολόγησης που οι ίδιοι δημιουργούν να έχουν κάθε φορά τα χαρακτηριστικά της εγκυρότητας, της αξιοπιστίας, της αντικειμενικότητας και της ευαισθησίας.
Όλοι γνωρίζουν, λίγο ή πολύ, τις συνέπειες μιας καθυστερημένης παρέμβασης σε ένα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες. Τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει για την ακαδημαϊκή του εξέλιξη, τη συμπεριφορά του, την αυτό-εικόνα του, τις σχέσεις με την οικογένειά του και γενικότερα για τη ζωή του. Πολλοί έχουν δει το «μοντέλο της αναμενόμενης αποτυχίας» να εκτυλίσσεται. Να χαρακτηρίζουν το παιδί τεμπέλη, να λένε ότι βαριέται ή ότι δεν «παίρνει τα γράμματα»…
Οι σημαντικότατες διαδικασίες της ανίχνευσης και της διάγνωσης αποτελούν τα πρώτα βήματα στην αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών. Αρχικά, εντοπίζονται οι μαθητές που μπορεί να χρειαστούν μεγαλύτερη υποστήριξη για διάφορους λόγους. Πλέον, πέρα από αρκετά χρήσιμα εργαλεία που έχουν δημιουργηθεί γι’ αυτό το σκοπό τα τελευταία 15 χρόνια, έχουν δημιουργηθεί και διάφορα εργαλεία, τα οποία με την υποστήριξη της τεχνολογίας κάνουν τη διαδικασία της αξιολόγησης πιο ευχάριστη για τα παιδιά και πιο εύκολη για τους εκπαιδευτικούς. Αυτό το πρώτο βήμα θα οδηγήσει τα παιδιά να δεχτούν μία «πρώτη» παρέμβαση από τους εκπαιδευτικούς και αν δεν παρατηρήσουν άμεσα κάποια βελτίωση, τότε θα παραπεμφθούν για περαιτέρω διαγνωστική αξιολόγηση. Πλέον, δίνεται και η δυνατότητα στους ίδιους τους γονείς, μέσω εξειδικευμένων προδιαγνωστικών ερωτηματολογίων που μπορούν να τα συμπληρώσουν με μερικά «κλικ» από οποιοδήποτε μέρος κι αν βρίσκονται, να έχουν μία αδρή εκτίμηση σε κρίσιμους και σημαντικούς γνωστικούς τομείς για την ακαδημαϊκή εξέλιξη του παιδιού.
Μέσω αυτής της διαδικασίας, δίνονται απαντήσεις στους γονείς, που μπορεί να τις έψαχναν για αρκετά χρόνια. Ξαφνικά, η σχέση με τα παιδιά τους βελτιώνεται μόνο και μόνο επειδή ξέρουν τι ακριβώς τους συμβαίνει. Εκτός από τους γονείς, οι πληροφορίες που παρέχονται είναι σημαντικές και για τους εκπαιδευτικούς. Είτε στη γενική τάξη, είτε σε υποστηρικτικά πλαίσια, πλέον έχουν τη δυνατότητα να οργανώνουν την παρέμβαση ή τη διδασκαλία τους με βάση τις δυνατότητες και τις αδυναμίες των μαθητών τους. Ακόμη, στις αξιόπιστες κρίσεις τους έρχονται να προστεθούν αντικειμενικά στοιχεία από τις αξιολογήσεις, χτίζοντας με αυτό τον τρόπο ένα ολοκληρωμένο μαθησιακό προφίλ. Η διδασκαλία με αυτό τον τρόπο μπορεί να οργανωθεί, ώστε να ενισχύει τις αδυναμίες των μαθητών και να αξιοποιεί τις δυνατότητες τους.
Με μία ολοκληρωμένη και έγκαιρη αξιολόγηση εξασφαλίζεται σε πρώτη φάση και μία επιτυχημένη παρέμβαση, ειδικά όταν πρόκειται για παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Σε δεύτερη φάση, θα μπορούσαν να φανούν εξαιρετικά χρήσιμα, εργαλεία αξιολόγησης που θα τη συνδέουν με συγκεκριμένους διδακτικούς στόχους και τα αντίστοιχα υλικά (διεθνής έγκυρη πηγή γράφει για το θέμα: Με αυτό τον τρόπο οι εκπαιδευτικοί θα μπορούν να απαλλάσσονται από τη χρονοβόρα διαδικασία της επιλογής ή της δημιουργίας του υλικού και να ανακατευθύνουν το χρόνο τους στην οργάνωση άλλων δραστηριοτήτων.
Αξιολόγηση, λοιπόν, ως μία διαδικασία που μπορεί να προσφέρει χρήσιμα στοιχεία σε γονείς και εκπαιδευτικούς και να δώσει αντικειμενικότητα σε όλη τη διαδικασία της παρέμβασης ή της διδασκαλίας.
Όλα τα παραπάνω θα τα αναλύσουμε στο ετήσιο πρόγραμμα του πανεπιστημίου Θεσσαλίας. «Ειδική Αγωγή-Μαθησιακές Δυσκολίες: Από την εκπαιδευτική αξιολόγηση στην αποτελεσματική διδασκαλία»