Με μια αυστηρή ανακοίνωση απάντησε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων στις τοποθετήσεις κυβερνητικών παραγόντων, με πρώτη αυτής της κυβερνητικής εκπροσώπου Όλγας Γεροβασίλη, έπειτα από τη γνωστοποίηση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικράτειας που έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο Παππά για τη χορήγηση των τηλεοπτικών αδειών.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων στην ανακοίνωσή της υπογραμμίζει τους διακριτούς ρόλους της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας και καταγγέλλει τις «αδικαιολόγητες επιθέσεις της Κυβέρνησης κατά της Δικαιοσύνης», αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο, αφού επισημαίνεται πως «για πρώτη φορά (οι επιθέσεις) ήταν τόσο έντονες, με σαφή προσπάθεια να εντάξει τη Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της στην πολιτική αντιπαράθεση».
Όσον αφορά στις δηλώσεις της κ. Γεροβασίλη, ότι δηλαδή η συγκεκριμένη απόφαση προκαλεί συνέπειες όπως την επιστροφή της ήδη καταβληθείσας πρώτης δόσης, ότι στέλνει 15.000 παιδιά εκτός παιδικών σταθμών, εμποδίζει την πρόσληψη 4.000 νοσηλευτών που θα στελέχωναν άμεσα τα δημόσια νοσοκομεία , στερεί από το δημόσιο προϋπολογισμό 255 εκατ. ευρώ, πόρους αναγκαίους ιδίως σε μια περίοδο που η κοινωνία τους έχει ανάγκη και τους επιστρέφει στους λογαριασμούς τεσσάρων πολύ πλουσίων επιχειρηματιών, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων απαντά πως «ο οικονομικός σχεδιασμός και ο τρόπος εξεύρεσης των απαραίτητων κονδυλίων για τη λειτουργία των κρατικών δομών είναι ευθύνη της Κυβέρνησης, ενώ καθήκον δικό μας είναι η διαφύλαξη της Συνταγματικής νομιμότητας».
«Βασική και θεμελιώδης υποχρέωση των Δικαστών είναι να κρίνουν τις υποθέσεις με βάση το Σύνταγμα χωρίς να υπολογίζουν σκοπιμότητες και πολιτικές επιδιώξεις. Μία Δικαιοσύνη με άλλη κατεύθυνση θα ήταν πολύ επικίνδυνη για τη Δημοκρατία μας και για το Κράτος Δικαίου» υπογραμμίζεται.
Αναλυτικά η ανακοίνωση έχει ως εξής:
«Η χθεσινή απόφαση του ΣτΕ, που εκδόθηκε στα πλαίσια της εγγυητικής λειτουργίας της Δικαστικής εξουσίας, που ανατίθεται μόνο σε αυτήν από το Σύνταγμα, προκάλεσε άλλη μία φορά αδικαιολόγητες επιθέσεις της Κυβέρνησης κατά της Δικαιοσύνης, πρώτη φορά όμως τόσο έντονες, με σαφή προσπάθεια να εντάξει τη Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της στην πολιτική αντιπαράθεση.
Κατηγορήθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο για τις αποφάσεις του στα Μνημόνια, το «κούρεμα» των ομολόγων, τη διάλυση των ασφαλιστικών ταμείων, σαν να είναι αυτό που νομοθετεί και όχι οι μέχρι σήμερα Κυβερνήσεις που επέβαλαν τα δυσβάσταχτα για την κοινωνία μέτρα. Επιρρίπτεται ευθύνη στο Δικαστήριο διότι δεν υπολόγισε τις συνέπειες που προκαλεί η κήρυξη της αντισυνταγματικότητας του συγκεκριμένου νόμου και γιατί παρεμποδίζει με την απόφασή του την άσκηση της οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης.
Βασική και θεμελιώδης υποχρέωση των Δικαστών είναι να κρίνουν τις υποθέσεις με βάση το Σύνταγμα χωρίς να υπολογίζουν σκοπιμότητες και πολιτικές επιδιώξεις. Μία Δικαιοσύνη με άλλη κατεύθυνση θα ήταν πολύ επικίνδυνη για τη Δημοκρατία μας και για το Κράτος Δικαίου. Ο οικονομικός σχεδιασμός και ο τρόπος εξεύρεσης των απαραίτητων κονδυλίων για τη λειτουργία των κρατικών δομών είναι ευθύνη της Κυβέρνησης, ενώ καθήκον δικό μας είναι η διαφύλαξη της Συνταγματικής νομιμότητας.
Στη Δημοκρατία δε νοείται κανενός είδους αντιπαλότητα μεταξύ των εξουσιών. Η ομαλή λειτουργία των θεσμών προϋποθέτει κατανόηση του διακριτού ρόλου της κάθε εξουσίας και εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας χειραγώγησης της μιας από την άλλη».