Δραματικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας, με μείωση της απασχόλησης κατά 153.000 εργαζόμενους προβλέπει το Ινστιτούτου της για φέτος εφόσον η ύφεση κυμανθεί στο 8%. Η μείωση θα περιοριστεί στα 115.000 άτομα στην περίπτωση που η συρρίκνωση του ΑΕΠ κυμανθεί στο 6%, ενώ θα αυξηθεί στα 192.000 άτομα εφόσον το ΑΕΠ μειωθεί κατά 10%.

Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ έδωσε χθες στη δημοσιότητα το 6ο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, το οποίο εστιάζει στις πιθανές εξελίξεις στην αγορά εργασίας λόγω της πανδημίας του κορωνοιού. Σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, η απασχόληση μειώνεται σταδιακά, κυρίως μετά τον Νοέμβριο του 2019, ενώ η αύξηση των οικονομικά μη ενεργών έχει ως αφετηρία τον Δεκέμβριο του 2019. Τους πρώτους δύο μήνες του 2020, πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, ο αριθμός των οικονομικά μη ενεργών αυξήθηκε κατά περίπου 102.000 άτομα, ενώ μόνο τον Μάρτιο του ίδιου έτους σημειώθηκε αύξηση της τάξης των 173.000 ατόμων. Όπως επισημαίνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, η κατάσταση στην αγορά εργασίας είχε αρχίσει να επιδεινώνεται από το τελευταίο τρίμηνο του 2019, ενώ η εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης φαίνεται να οδηγεί σε περαιτέρω επιδείνωση εντείνοντας την επισφάλεια και την αβεβαιότητα των εργαζομένων.

Η εκτίμηση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι η πορεία της οικονομίας τα αμέσως επόμενα τρίμηνα θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη της απασχόλησης και του τρόπου με τον οποίο αυτή θα επηρεάσει τον επεκτατικό άξονα «διαθέσιμο εισόδημα ‒ κατανάλωση ‒ εγχώρια δαπάνη». Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ εξετάζει την ποσοτική εκτίμηση τριών σεναρίων ύφεσης και των συνεπειών τους στον όγκο της απασχόλησης. Στο Σενάριο 1 η μείωση του ΑΕΠ είναι 6%, στο Σενάριο 2 είναι 8% και στο Σενάριο 3 είναι 10% πάντα για το 2020. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στα σενάρια αυτά δεν υπάρχει εκτίμηση πρόβλεψης νέων μέτρων αναστολής της οικονομικής δραστηριότητας σε περίπτωση υγειονομικής επιδείνωσης το επόμενο διάστημα. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο τα αποτελέσματα για την απασχόληση θα είναι προφανώς πιο αρνητικά.

Η κρίση έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εργαζομένων, αναφέρει η έκθεση της ΓΣΕΕ επισημαίνοντας πως η Ελλάδα είναι πρώτη μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης σε ποσοστό ευάλωτης απασχόλησης (26,7%), με σημαντική διαφορά από την δεύτερη Ιταλία (17%) και τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (10,8%).

Σημαντική είναι και η απόκλιση της Ελλάδας ως προς την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, καθώς βρίσκεται στην 63η θέση στην παγκόσμια κατάταξη όσον αφορά στην καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων.

Το εύρημα αυτό γίνεται – κατά την ΓΣΕΕ – ακόμη πιο ανησυχητικό εάν συνδυαστεί με τις τελευταίες εξελίξεις στο πεδίο της τηλεργασίας. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Eurofound, το 26% των ερωτηθέντων στη χώρα μας δήλωσε ότι την περίοδο της υγειονομικής κρίσης ξεκίνησε να δουλεύει μέσω τηλεργασίας, ενώ πριν από την κρίση εκείνοι που δούλευαν μέσω τηλεργασίας καθημερινά ή μερικές φορές την εβδομάδα ήταν 8,9%. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΓΣΕΕ, το 35% εκείνων που απασχολούνται με τηλεργασία στον ιδιωτικό τομέα εργάζεται περισσότερες ώρες από το τυπικό-προβλεπόμενο ωράριο. Επίσης, το 18% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα με αναστολή σύμβασης εργασίας δήλωσε ότι οι εργοδότες παράτυπα τους ζήτησαν να συνεχίσουν να ασκούν να εργασιακά τους καθήκοντα.

Σύμφωνα με την έρευνα του Eurofound, στην Ελλάδα το 46,5% δήλωσε ότι απώλεσε είτε μόνιμα είτε προσωρινά τη θέση εργασίας του. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε και σε σημαντική πτώση του όγκου της απασχόλησης σε ώρες εργασίας, με το 66,2% των εργαζομένων στη χώρα να βιώνει μικρή ή μεγάλη μείωση στον χρόνο απασχόλησης, έναντι 49,5% στην ΕΕ-27. Οι μισοί ερωτηθέντες (47,4%) στην Ελλάδα απάντησαν ότι τους τελευταίους τρεις μήνες επιδεινώθηκε η οικονομική τους κατάσταση. Το ποσοστό αυτό αντιπροσωπεύει την 5η υψηλότερη επίδοση μεταξύ των υπό εξέταση ευρωπαϊκών χωρών και είναι 9,2 μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι στη χώρα μας ‒παρά την πτώση της καταναλωτικής δαπάνης λόγω της αναστολής λειτουργίας πολλών κλάδων οικονομικής δραστηριότητας‒ το 30,4% των ερωτηθέντων δηλώνει αδυναμία να διατηρήσει πέραν των τριών μηνών μέσω αποταμιεύσεων το ίδιο επίπεδο διαβίωσης στο νοικοκυριό του σε περίπτωση απώλειας του εισοδήματός του. Το στοιχείο αυτό δείχνει αφενός την ιδιαίτερα αδύναμη καταθετική βάση πολλών νοικοκυριών εξαιτίας της συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματός τους τα τελευταία έτη και αφετέρου τους περιορισμούς που τίθενται στην προοπτική δυναμικής ανάκαμψης της εγχώριας ζήτησης και της μεγέθυνσης, παρατηρεί το Ινστιτούτο.

Το ποσοστό απασχόλησης στους κλάδους πολύ υψηλού κινδύνου – εστίαση, καταλύματα, εμπόριο – ανέρχεται στην Ελλάδα στο 30,2%, το δεύτερο υψηλότερο μετά την Κύπρο (33,5%), όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 22,1%. Επίσης, οι κλάδοι πολύ υψηλού κινδύνου στην Ελλάδα συνεισφέρουν το 20,1% των συνολικών αμοιβών των εργαζομένων και το 25,9% της προστιθέμενης αξίας, όταν τα ίδια ποσοστά στην ΕΕ είναι 16,3% και 17,4% αντίστοιχα. Η απόκλιση αυτή υποδεικνύει τις δυσανάλογες επιπτώσεις που ενδέχεται να επιφέρει η υγειονομική κρίση στο συνολικό εισόδημα των πολιτών της χώρας σε σχέση με τους υπόλοιπους κατοίκους της ΕΕ.

Από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των εργαζομένων που απασχολούνται σε κλάδους πολύ υψηλού κινδύνου προκύπτει ότι ένα μεγάλο ποσοστό εντοπίζεται σε επισφαλή επαγγέλματα με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης που συνήθως έχουν και χαμηλές μισθολογικές απολαβές. Αυτό υποδεικνύει ότι οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας θα είναι ανισοβαρείς μεταξύ κοινωνικών ομάδων, ενώ αναμένεται να οξύνουν περαιτέρω τις εισοδηματικές ανισότητες και τον κατακερματισμό της αγοράς εργασίας.

Το μεγαλύτερο ποσοστό απασχόλησης που βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο κινδύνου εντοπίζεται σε δύο νησιωτικές περιφέρειες με πολύ ισχυρή τουριστική ζήτηση, στο Νότιο Αιγαίο με 49,7% και στα Ιόνια Νησιά με 45,2%.

Η υπερβολική εξάρτηση του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας από τον τουρισμό και γενικώς από κλάδους που δημιουργούν ευέλικτες μορφές απασχόλησης καθιστά την οικονομία πιο ευάλωτη στην υγειονομική κρίση και περιορίζουν την ανθεκτικότητά της σε εξωγενείς διαταραχές με μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, σύμφωνα με το Έθνος. «Θεωρούμε ότι η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στο μέλλον θα εξαρτηθεί από τη μετάβασή της σε ένα νέο, κλαδικά πιο ισόρροπο, διαφοροποιημένο και οικο-τεχνολογικά και εκπαιδευτικά αναβαθμισμένο υπόδειγμα ανάπτυξης που θα προσφέρει διατηρήσιμο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης χωρίς αποκλεισμούς», καταλήγει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025