Από έρευνα της ΓΣΕΕ προκύπτει ότι το 82% των εργαζομένων διαφωνεί με την πρόταση που διατυπώνεται στο πλαίσιο της διαβούλευσης να παραμείνει στάσιμος ο κατώτατος μισθός για ακόμα ένα έτος.
«Το 82% των εργαζομένων διαφωνεί με την πρόταση που διατυπώνεται στο πλαίσιο της διαβούλευσης να παραμείνει στάσιμος ο κατώτατος μισθός για ακόμα ένα έτος, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων δηλώνει ότι ο σημερινός κατώτατος μισθός δεν επιτρέπει την αξιοπρεπή διαβίωση».
Αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα αποτελέσματα ειδικής θεματικής έρευνας κοινής γνώμης που δίνουν στη δημοσιότητα η ΓΣΕΕ και το Ινστιτούτο Εργασίας, η οποία υλοποιείται σε συνεργασία με την εταιρεία Alco και απευθύνεται σε εργαζόμενους ιδιωτικού τομέα για την καταγραφή-μέτρηση και συγκριτική αποτίμηση δεικτών κλίματος αναφορικά με την εξέλιξη των αμοιβών, την ασφάλεια της θέσης εργασίας τους και το χρόνο εργασίας.
Επιπλέον, στην παρούσα έρευνα καταγράφονται οι απόψεις των εργαζομένων σχετικά με την εξέλιξη του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα:
– Το 83% των εργαζομένων δηλώνει ότι ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ το μήνα μικτά δεν επιτρέπει την αξιοπρεπή διαβίωση ενός εργαζομένου και της οικογένειάς του.
– Το 82% των εργαζομένων διαφωνεί με την πρόταση που διατυπώνεται στο πλαίσιο της διαβούλευσης να παραμείνει στάσιμος ο κατώτατος μισθός για ακόμα ένα έτος.
– Το 61% των εργαζομένων συμφωνεί με την πρόταση της ΓΣΕΕ να επανέλθει άμεσα το ύψος του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ. Επιπλέον, το 28% προτείνει να είναι μεγαλύτερος.
– Το 59% των εργαζομένων πιστεύει ότι η διαμόρφωση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να διαμορφώνεται από τους κοινωνικούς εταίρους, κατόπιν συλλογικής διαπραγμάτευσης, στο πλαίσιο της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Παράλληλα, το 25% θεωρεί ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να διαμορφώνεται με απόφαση της κυβέρνησης και το 16% δηλώνει ότι δεν γνωρίζει.
Η ΓΣΕΕ επισημαίνει ότι ο πρωταρχικός στόχος της θεσμοθέτησης του κατώτατου μισθού είναι να βάλει ένα κατώτατο όριο ασφαλείας στο επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων και να διασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης γι’ αυτούς και τις οικογένειές τους.
Όπως τονίζει, «ο θεσμός του κατώτατου μισθού στην ουσία προστατεύει ένα τμήμα της κοινωνίας από τη φτωχοποίηση.
Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε., είναι καθηλωμένος από το 2019 και συνεχίζει να αντιστοιχεί μόνο στο 48% του διάμεσου μισθού, που τον τοποθετεί κάτω από τα επίπεδα αυτού που θεωρείται ως όριο της απόλυτης φτώχειας» υπογραμμίζει η Συνομοσπονδία.
Ταυτόχρονα, η ΓΣΕΕ σημειώνει ότι, σε συμφωνία με τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων και με αίσθημα ευθύνης, επαναφέρει την πρότασή της για άμεση επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ με παράλληλη θεσμική επαναφορά της διαμόρφωσής του στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση, μέσω της διαπραγμάτευσης της ΓΣΕΕ με τις εργοδοτικές οργανώσεις.
Τα υπόλοιπα ευρήματα της έρευνας καταγράφουν ανάλογες απόψεις με αυτήν του Απριλίου του 2021.
Ειδικότερα:
– Το 50% των ερωτηθέντων εκφράζει απαισιοδοξία για την πορεία της χώρας στους μήνες που έρχονται και το 43% εκφράζει αισιοδοξία.
– Το 28% των εργαζομένων δηλώνει απαισιόδοξο για τη διατήρηση της θέσης εργασίας του και το 57% δηλώνει αντίστοιχα αισιόδοξο.
– Το 49% εκφράζει απαισιοδοξία για την εξέλιξη των αμοιβών του και το 37% αισιοδοξία.
«Οι εργαζόμενοι, ιδιαίτερα σε μία κρίσιμη γι’ αυτούς περίοδο σχετικά με την υγεία και ασφάλειά τους, τη μεγάλη μείωση των εισοδημάτων τους και τη γενικότερη ανασφάλειά τους, χρειάζονται την ενίσχυση της προστασίας τους, την καταπολέμηση της παραβατικότητας σε βάρος τους και τη θεσμική κατοχύρωση και ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας» αναφέρει η ΓΣΕΕ.