«Ο σχεδιασμός πρέπει να είναι κεντρικός, με βάση τις ανάγκες και τις δυνατότητες σε κάθε περιφέρεια», σημείωσε η κ. Γκάγκα.
Τα βασικά χαρακτηριστικά ενός συστήματος δημόσιας υγείας που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολιτών και θα είναι βιώσιμο, λειτουργώντας παράλληλα με ευελιξία και συνεργασιμότητα, περιέγραψε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα, μιλώντας στο 1ο Παγκόσμιο Πανομογενειακό Ιατρικό Συνέδριο, που διοργανώνουν, στο πλαίσιο του ετήσιου Aristotle Medical Forum (AMF), το Τμήμα Ιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού & Δημόσιας Διπλωματίας του Υπουργείου Εξωτερικών.
«Ο σχεδιασμός πρέπει να είναι κεντρικός, με βάση τις ανάγκες και τις δυνατότητες σε κάθε περιφέρεια», σημείωσε η κ. Γκάγκα, επισημαίνοντας πως θα πρέπει να υπάρχει η αυτονομία της κάθε υγειονομικής περιφέρειας και ότι θα πρέπει αυτή να διασυνδέεται παράλληλα με κέντρα αριστείας ή τριτοβάθμια κέντρα.
Αναφερόμενη στο θέμα της συλλογής και της επεξεργασίας δεδομένων, η αν. υπουργός Υγείας σημείωσε: «Τα στοιχεία είναι κάτι που συγκεντρώνεται, αλλά το όλο θέμα δεν είναι τόσο απλό. Μαζεύουμε τα στοιχεία και προσπαθούμε να τα μαζεύουμε με έναν τρόπο που να είναι ουσιαστικός και που να μας δίνει μια εικόνα της πραγματικότητας και όχι απλώς να είναι σεντόνια με αριθμούς». «Η αλήθεια είναι», τόνισε, «ότι έχουμε αδρά πόσοι υπηρετούν για κάθε νοσοκομείο, πόσοι εισάγονται σε κάθε νοσοκομείο, πόσα χειρουργεία γίνονται, αλλά απέχουμε πάρα πολύ από το να συνδέσουμε τα στοιχεία αυτά με μια συνεχή παρακολούθηση είτε από την ΥΠΕ, είτε από το νοσοκομείο, είτε από το υπουργείο και επίσης να συνδέσουμε αυτά τα στοιχεία με το πραγματικό οικονομικό κόστος, που σαφώς είναι διαφορετικό από νοσοκομείο σε νοσοκομείο».
Εκτίμησε, παράλληλα, ότι το «σύστημα υγείας πρέπει να είναι αξιοκρατικό» και γνωστοποίησε ότι το υπουργείο θα προχωρήσει στις προκηρύξεις θέσεων και θα επιδιώξει να έχει μεγαλύτερη δυνατότητα ελέγχου των ανθρώπων που μπαίνουν στο σύστημα υγείας και, όπως είπε, είναι πολύ σημαντικοί γι’ αυτό.
Για τις αλλαγές που προωθούνται στον χώρο της δημόσιας υγείας, υπογράμμισε ότι υπάρχουν διάφορα θέματα που για να λυθούν απαιτείται αρκετός χρόνος και προσπάθεια, ωστόσο συμπλήρωσε: «δεν είναι εύκολα, δεν έχουμε έτοιμο τον κόσμο που μπορεί να το κάνει, δεν έχουμε έτοιμο το αγκάλιασμα από την κοινή γνώμη, αλλά είναι κάτι που πρέπει σιγά σιγά να πολεμήσουμε και να αποκτήσουμε, γιατί θα είναι καλύτερο για όλους μας».
Σε κάθε περίπτωση τόνισε ότι σε πολύ υψηλό επίπεδο, κάτω από την εποπτεία του πρωθυπουργού, η κυβέρνηση επιθυμεί να προωθήσει την έρευνα και τη βιοϊατρική τεχνολογία, ενώ σε ό,τι αφορά τις ιατρικές ειδικότητες σημείωσε ότι γίνεται προσπάθεια ώστε να υπάρξει ένας προγραμματισμός για το τι ειδικότητες θα χρειαστούμε τα επόμενα 10 χρόνια.
Οι προτάσεις που παρουσίασε ο Ηλίας Μόσιαλος
Τις προτάσεις του για το διοικητικό μοντέλο ενός μοντέρνου σύγχρονου εθνικού συστήματος υγείας στην Ελλάδα, παρουσίασε ο Ηλίας Μόσιαλος, καθηγητής Πολιτικής Υγείας, London School of Economics. Αρχικά σημείωσε ότι θα πρέπει να υπάρχουν στρατηγικοί στόχοι για το διοικητικό μοντέλο, στο πρότυπο των στόχων που θέτει κάθε χρόνο το υπουργείο Οικονομικών για μεγέθη όπως ο πληθωρισμός. Οι στόχοι αυτοί, όπως ανέφερε, θα αφορούν το ποιος κάνει τι μέσα στο σύστημα υγείας και το τι πρέπει να επιτευχθεί για τη βελτίωση της υγείας του ελληνικού πληθυσμού, την ανταπόκρισή του στις επιδιώξεις των πολιτών και την ισοτιμία του ως προς την πρόσβαση στις υπηρεσίες του.
Μεταξύ άλλων σημείωσε ότι θα πρέπει να αποκτήσουμε μια εθνική στρατηγική για τα δεδομένα (τι είδους δεδομένα θέλουμε να συλλέγουμε), να οριστεί ο τρόπος επιλογής των διοικητικών στελεχών του συστήματος υγείας, να βελτιωθεί το φορολογικό σύστημα στη χώρα ώστε να αυξηθούν οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία, να υπάρχει τουλάχιστον ένα μίνιμουμ πόρων για την πρόληψη και τη δημόσια υγεία, να γίνεται με διαφάνεια η περιφερειακή κατανομή των δαπανών με βάση τις ανάγκες της κάθε περιφέρειας, να αναβαθμιστεί ο εθνικός οργανισμός φαρμάκων και να υπάρξει ένα κανονιστικό πλαίσιο για τον έλεγχο του κόστους και των τιμών.
Ο κ. Μόσιαλος τόνισε ότι η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, ειδικά στον χώρο της κλινικής έρευνας, όπου, όπως είπε, δεν υπολείπεται σε σχέση με την οικονομική της ανάπτυξη. «Αν εξελίξουμε αυτό το σύστημα που έχουμε και το διασυνδέσουμε με την εθνική στατιστική υπηρεσία της Ελλάδας, αν διασυνδέσουμε τα πανεπιστήμια μας και επεκτείνουμε τη συλλογή στοιχείων με τα μητρώα των ασθενειών, θα μπορεί η Ελλάδα, παρά το μικρό της μέγεθος, να έχει ένα τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα στις δευτερογενείς μελέτες και στις κλινικές μελέτες που χρειάζονται πρωτογενή δεδομένα», επισήμανε χαρακτηριστικά.
Αναφέρθηκε, τέλος, στο θέμα της αξιοκρατίας στον τομέα της υγείας, λέγοντας: «ας ανοίξει η υπόθεση της αξιοκρατίας λίγο πιο σοβαρά. Είναι το μεγαλύτερο κίνητρο για όσους είναι έξω να γυρίσουν πίσω».
Τοποθετήσεις για τη στρατηγική και την πολιτική υγείας
Στις τοποθετήσεις τους για τη στρατηγική και την πολιτική υγείας, ο Nίκος Πολύζος (καθηγητής Διοίκησης και Οργάνωσης Υπηρεσιών Υγείας, Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης, ΔΠΘ) αναφέρθηκε στα μοντέλα διοίκησης που εφαρμόζονται στο εξωτερικό, ενώ ο Κυριάκος Σουλιώτης (καθηγητής Πολιτικής Υγείας, Κοσμήτορας Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου) πρότεινε, μεταξύ άλλων, να συνδεθεί η οικονομική ανάπτυξη με τις δημόσιες δαπάνες υγείας.
Ο Νικόλαος Μανιαδάκης, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, τόνισε ότι κυρίαρχα στοιχεία ενός αποτελεσματικού συστήματος δημόσιας υγείας θα πρέπει να είναι ένα καλό πληροφοριακό σύστημα, μετρήσιμα κλινικά αποτελέσματα και μια ανθρωποκεντρική διοίκηση με βασικό μέλημα την ολιστική διαχείριση ασθενειών και παθήσεων.