Με επιπλέον κόστη όπως το περιβαλλοντικό τέλος αναμένεται να επιβαρυνθούν σύντομα οι χρεώσεις του νερού καθώς το υπουργείο Περιβάλλοντος προωθεί ριζικές αλλαγές και ενιαίους κανόνες στην τιμολόγηση των υδάτων ανάλογα με τη χρήση τους.
Με σχέδιο κοινής υπουργικής απόφασης (ΚΥΑ) που έθεσε σε δημόσια διαβούλευση, η οποία θα ολοκληρωθεί την 1η Σεπτεμβρίου 2016, το ΥΠΕΝ υιοθετεί την κοινοτική οδηγία-πλαίσιο για τη διαχείριση των υδάτων (2000/60/ΕΚ), που προβλέπει τον συνυπολογισμό στα τιμολόγια του νερού:
Του κόστους του νερού, δηλαδή του χρηματικού κεφαλαίου που διατέθηκε για τις υποδομές μεταφοράς του και τη συντήρησή τους.
Του περιβαλλοντικού κόστους (τέλους), προκειμένου σε δεύτερη φάση να δημιουργηθεί μια πιο δίκαιη και ορθολογική τιμολογιακή πολιτική.
Σύμφωνα με στελέχη του ΥΠΕΝ, το κύριο πρόβλημα στη χώρα μας δεν είναι άλλο από το γενικό χάος που επικρατεί στην τιμολόγηση των υδάτων, καθώς ειδικά στην περίπτωση του αρδευτικού ισχύουν διαφορετικοί (έως και καθόλου) κανόνες σε κάθε περιοχή.
«Δεν είναι δυνατόν να γίνεται τιμολόγηση του νερού, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη βασικά στοιχεία για το πραγματικό κόστος του» αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Με την προωθούμενη ΚΥΑ για τη διαχείριση των υδάτων γίνεται για πρώτη φορά αναφορά στην ανάκτηση του κόστους υπηρεσιών του νερού, ενώ καθορίζονται οι διαφορετικές συνιστώσες που θα πρέπει να συνυπολογίζονται κατά την τιμολόγηση.
Ειδικότερα, στο εξής κατά την τιμολόγηση του νερού θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη:
Το χρηματοοικονομικό κόστος, δηλαδή η οικονομική αποτίμηση όλων των έργων κατασκευής, λειτουργίας και συντήρησης των υποδομών που είναι απαραίτητες για τις υπηρεσίες παροχής νερού (δίκτυα, υδραγωγεία κ.λπ.).
Το κόστος του υδατικού πόρου, το οποίο θα προσδιορίζεται με βάση και τις διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις ύδρευσης-άρδευσης σε περίπτωση που υπάρχει έλλειψη νερού και αυτές απαιτούνται για τη φυσική αναπλήρωσή του.
Το περιβαλλοντικό κόστος, δηλαδή την οικονομική αποτίμηση – διάσταση τής όποιας περιβαλλοντικής ζημιάς προκαλείται για τη διατήρηση των υδάτων σε καλή κατάσταση.
Το σχέδιο που τέθηκε σε διαβούλευση, σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, καλύπτει όλες τις χρήσεις ύδατος (ύδρευση, άρδευση, βιομηχανικές ανάγκες κ.λπ.) και όλους τους παρόχους υπηρεσιών νερού, ενώ προβλέπει «την ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδατος ευέλικτα και σταδιακά, ως εργαλείο εξοικονόμησης της κατανάλωσης ύδατος».
Επίσης, περιλαμβάνει το περιβαλλοντικό κόστος και το κόστος του πόρου (περιβαλλοντικό τέλος) ως εγγύηση για τη βιώσιμη χρήση των υδατικών πόρων.
Ακόμα, επιστρέφει στο περιβάλλον το εισπραττόμενο περιβαλλοντικό τέλος μέσω του Πράσινου Ταμείου, ενώ παράλληλα «τιμολογεί το νερό με ευέλικτο χρονικά και δίκαιο κοινωνικά τρόπο, προβλέποντας κλιμακωτό τιμολόγιο».
«Το νερό είναι κοινό αγαθό. Η κοινοτική οδηγία δεν ζητεί την τιμολόγησή του, αλλά τη σωστή τιμολόγηση των υπηρεσιών που χρειάζονται για να έχουμε πρόσβαση στο αγαθό» εξηγούν τα στελέχη του ΥΠΕΝ και προσθέτουν:
«Και όλα αυτά με μια σχετικότητα. Για παράδειγμα, αν συνυπολογιζόταν το κόστος κατασκευής και λειτουργίας των υποδομών ώστε να φθάσει νερό στο Λεκανοπέδιο, λαμβάνοντας υπόψη τη μεταφορά νερού από τον Μόρνο και τον Εύηνο, το ποσό που θα έπρεπε να πληρώνει ο καταναλωτής θα ήταν υπέρογκο. Αυτό, βέβαια, δεν μπορεί να συμβεί. Για αυτό και οι εταιρείες ύδρευσης, όπου υπάρχουν, εφαρμόζουν κλιμακωτές χρεώσεις».
Η έγκριση του νέου πλαισίου διαχείρισης-κοστολόγησης των υδάτων, που αποτελεί πλέον και μνημονιακή υποχρέωση όπως υποστηρίζουν από το ΥΠΕΝ, δεν συνεπάγεται αυτομάτως την αλλαγή στην τιμολόγηση του νερού.
«Το πλαίσιο περιλαμβάνει γενικούς κανόνες, κατευθυντήριες αρχές και τη μεθοδολογία υπολογισμού του κόστους του νερού σε κάθε περιοχή και ανάλογα με τη χρήση, καθώς τα χαρακτηριστικά κάθε υδατικού διαμερίσματος διαφέρουν», αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, είναι «να οργανωθεί και το χάος». Η σχετική μελέτη που έχει εκπονηθεί για λογαριασμό του υπουργείου με κοινοτική χρηματοδότηση, υποδεικνύει ένα «μωσαϊκό κανόνων και πρακτικών».
Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά την ύδρευση:
Στις περιπτώσεις που το νερό παρέχεται από δημοτικές επιχειρήσεις (ΔΕΥΑ), ορισμένες ακολουθούν ενιαίο και οργανωμένο σύστημα, που καθιστά αξιόπιστους τους υπολογισμούς τους. Σε πολλές ΔΕΥΑ όμως, δεν γίνεται διάκριση των στοιχείων κόστους ούτε κατά υπηρεσία (ύδρευση, αποχέτευση), ούτε κατά χρήση (ύδρευση, άρδευση κ.λπ.).
Σε ορισμένες περιοχές τη διαχείριση του νερού έχουν αναλάβει υπηρεσίες των δήμων (όχι δημοτικές επιχειρήσεις). Στις περιπτώσεις αυτές, πολλά στοιχεία του χρηματοοικονομικού κόστους δεν υπολογίζονται καθόλου, είτε συγχέονται με άλλες υπηρεσίες που παρέχει ο δήμος.
Σε ό,τι αφορά την άρδευση:
Λίγοι μεγάλοι φορείς (Γενικοί Οργανισμού Εγγείων Βελτιώσεων, ΔΕΗ) ακολουθούν σύγχρονα συστήματα καταγραφής του χρηματοοικονομικού κόστους του νερού.
Στους Τοπικούς Οργανισμούς Εγγείων Βελτιώσεων επικρατεί μια θολή εικόνα, καθώς δεν καταγράφεται το πραγματικό κόστος του νερού, ούτε χρησιμοποιούνται συγκεκριμένες αρχές για την τιμολόγησή του. Επιπλέον, συχνά δεν υπάρχει καν καταγραφή της κατανάλωσης.