Μελέτη που έγινε στο Πανεπιστήμιο Goldsmiths του Λονδίνου και στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο στις ΗΠΑ, και δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Personality and Individual Differences, έδειξε ότι η διάθεση ενός ατόμου για μάθηση επηρεάζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα γονίδια του.
Οι επιστήμονες μελέτησαν πάνω από 13.000 δίδυμους ηλικίας 9 έως 16 ετών από έξι χώρες Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, η προθυμία και η απροθυμία, ενός ατόμου για να μάθει νέα πράγματα είναι γενετική κληρονομιά. Όπως επισήμαναν το 40% – 50% των διαφορών στα κίνητρα που έχουν τα παιδιά σε σχέση με τη μάθηση, το έχουν πάρει από τους γονείς τους.
Τα ευρήματα της έρευνας δεν εντόπισαν κάποιο συγκεκριμένο γονίδιο που να σχετίζεται με το κατά πόσο κάποιος αγαπά τη μάθηση, όμως έδειξαν ότι υπάρχει μια περίπλοκη διαδικασία, στην οποία εμπλέκονται πολλά γονίδια και αλληλεπιδράσεις γονιδίων και περιβάλλοντος που επηρεάζουν τα κίνητρα για μάθηση.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, με έκπληξη αντιμετώπισαν τα αποτελέσματα της έρευνας τους, καθώς πίστευαν πως το κοινό περιβάλλον που μοιράζονταν οι δίδυμοι, όπως είναι η οικογένεια, οι δάσκαλοι, το σχολείο και οι φίλοι, θα ήταν πιο σημαντικός παράγοντας απ’ ότι η γενετική. Παρόλα αυτά η γενετική και οι μη κοινοί περιβαλλοντικοί παράγοντες ήταν αυτοί που είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση στην διάθεση τους για μάθηση και όχι το περιβάλλον τους.
Σύμφωνα με αυτές τις διαπιστώσεις, η προσωπικότητα που έχει κληρονομήσει το παιδί στο DNA του παίζει τελικά σημαντικότερο ρόλο για το αν θα έχει διάθεση για να μορφωθεί ή όχι. Κατά συνέπεια όσο και να το πιέζουν οι γονείς ή οι δάσκαλοι δεν θα έχουν κάποιο επιτυχές αποτέλεσμα. Η έλλειψη κινήτρων στο να μάθει δεν είναι ούτε ο αδιάφορος γονιός ούτε ο κακός διδάσκαλος.