«Έχουμε μπροστά μας τεράστιες προκλήσεις, η ελπίδα μας είναι στις αρχές του 2023 να έχουμε αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα, είναι ένας δημοσιονομικός στόχος πάρα πολύ υψηλής σημασίας».

Η ελληνική κυβέρνηση εργάζεται πάνω σε όλα τα σενάρια για τη σοβούσα κρίση στην Ουκρανία διαβεβαίωσε ο υπουργός Επικρατείας , μιλώντας στο 1ο Πρόγραμμα της ΕΡΑ. Και για το ενεργειακό ζήτημα ειδικότερα, υπογράμμισε τις κυβερνητικές ενέργειες «να υπάρχει ενεργειακή κάλυψη, να μην υπάρξει έλλειμμα τις επόμενες ημέρες, εβδομάδες ή τους επόμενους μήνες».

Στο μέτωπο της οικονομίας αφενός δεσμεύτηκε ότι η κυβέρνηση θα είναι δίπλα στους ευάλωτους για όσο διαρκεί η κρίση, αφετέρου όμως «δεν πρέπει και δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας».

Στα αιτήματα που διατύπωσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, τον κατηγόρησε πως «είτε αρνείται την πραγματικότητα είτε δεν γνωρίζει την πραγματικότητα». Όμως, πρόσθεσε, «η άρνηση της πραγματικότητας είναι μεγάλος κίνδυνος, η άγνοια της πραγματικότητας είναι απλή ανικανότητα». Στην πρόταση δε, του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τηλεμαχία, ο υπουργός Επικρατείας έδειξε τη Βουλή ως χώρο πολιτικής αντιπαράθεσης.

Αναλυτικά και ξεκινώντας από το ουκρανικό, ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε εν πρώτοις ότι «πρέπει να εργαζόμαστε πάνω σε όλα τα σενάρια, η κατάσταση είναι εξαιρετικά ρευστή. Υπάρχει μια μεγάλη κινητικότητα σε ό,τι αφορά το διπλωματικό πεδίο από πολλές πλευρές. Είναι πάρα πολύ κρίσιμο να έχουμε μια δευτερογενή θέση για ό,τι προκύψει, είτε πρόκειται για μια συνέχιση της κατάστασης αυτής είτε για μια επέμβαση μεγάλης έκτασης ή μια σημειακή επέμβαση εκ μέρους της Ρωσίας. Η απειλή πολέμου σε ό,τι αφορά τις συνέπειες για τρίτα κράτη είναι ήδη πολύ σημαντική και αναδεικνύει την αξία της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρώπης γενικά». Με δυο λόγια, εξέφρασε μεν την ελπίδα του να αποδώσει η διπλωματία αλλά, από την άλλη, «είμαστε υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε πάνω σε όλα τα σενάρια».

Αναφορικά με την ασφάλεια των ομογενών, επεσήμανε ότι «ήδη το Υπουργείο Εξωτερικών έχει εκδώσει τις σχετικές οδηγίες, συνιστάται στους Έλληνες πολίτες που βρίσκονται στη χώρα, να αναχωρήσουν άμεσα. Έχει ζητηθεί να δηλωθούν τα στοιχεία επικοινωνίας στην ελληνική πρεσβεία στο Κίεβο, έχει ενισχυθεί το προσωπικό στο γενικό προξενείο της Μαριούπολης και έχουν εκπονηθεί όλα τα σχέδια για να μην υπάρχει κίνδυνος για τους Έλληνες που βρίσκονται εκεί». Για το περιστατικό της δολοφονίας των δυο ομογενών και του τραυματισμού άλλων δύο, σημείωσε ότι «ο υπουργός Εξωτερικών έχει ζητήσει να έχει επικοινωνία με τον Ουκρανό ομόλογό του. Είναι σε εξέλιξη μια επιχείρηση για να μπορέσουμε να διασφαλίσουμε ότι οι Έλληνες δεν θα βρεθούν σε υψηλό κίνδυνο, έχουν γίνει όλες οι απαιτούμενες ενέργειες», διαβεβαίωσε εξάλλου.

Για την περίπτωση της πιθανής περαιτέρω ενεργειακής κρίσης εξήγησε ότι υπάρχουν δύο επίπεδα αντίδρασης: «Στο ευρωπαϊκό επίπεδο όλοι είμαστε συντεταγμένοι πίσω από την ευρωπαϊκή πολιτική και την πολιτική των συμμάχων μας» είπε και αναφέρθηκε στην τηλεδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα, υπό την προεδρία του Σαρλ Μισέλ με τη συμμετοχή του Έλληνα πρωθυπουργού και άλλων ευρωπαίων ηγετών. Υπάρχει ένα σχέδιο, εξήγησε, το οποίο «αυτή τη στιγμή καταρτίζεται στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το ζήτημα της ενεργειακής ενίσχυσης της Ευρώπης». Στο εθνικό επίπεδο, με όλους τους συναρμόδιους φορείς, το Υπουργείο, τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, «φροντίζουμε έτσι ώστε πρώτον, να υπάρχει ενεργειακή κάλυψη, να μην υπάρξει έλλειμμα τις επόμενες ημέρες, εβδομάδες ή τους επόμενους μήνες και δεύτερον, να έχουμε μια ανεκτή τιμή στα αποθέματά μας. Η Ελλάδα θα δεχθεί τις συνέπειες μιας κλιμάκωσης της κατάστασης», ανέφερε, και παρότι δεν είμαστε άμεσα εμπλεκόμενοι με τους αγωγούς που διέρχονται μέσα από την Ουκρανία, «είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει μια αντανακλαστική συνέπεια. Φροντίζουμε να έχουμε ένα δευτερογενές πλάνο ακόμη και με διμερείς συμφωνίες με τρίτα κράτη ώστε να μην υπάρξει απομείωση των ενεργειακών μας αποθεμάτων».

Διευρύνοντας το θέμα της ακρίβειας, «βρισκόμαστε σε ένα παγκόσμιο οικονομικό φαινόμενο που τα τελευταία 40 χρόνια δεν το έχουμε συναντήσει. Ο πληθωρισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκεται στο 7,5%, ένας τεράστιος πληθωρισμός, και σε εμάς υπάρχει δυστυχώς πολύ υψηλός πληθωρισμός, αυτή τη στιγμή περίπου στο 5,5%». Τούτων δοθέντων, επιχειρηματολόγησε, είναι «ένα παγκόσμιο φαινόμενο το οποίο θα πρέπει όλοι να διαχειριστούμε συντονισμένα αλλά δεν εξαρτάται μόνο από την εθνική πολιτική. Στο πεδίο της ενέργειας καταλαβαίνω τους Έλληνες πολίτες οι οποίοι αυτή τη στιγμή βρίσκονται μπροστά σε μια πολύ μεγάλη αύξηση του κόστους ενέργειας», επεσήμανε ο Γ. Γεραπετρίτης και πρόσθεσε: «Είναι τρομακτικό το πόσο αυξάνεται το κόστος ενέργειας, το βασικό κόστος στο φυσικό αέριο έχει πενταπλασιασθεί το τελευταίο διάστημα. Έχει καταβληθεί προσπάθεια να καλυφθεί μέρος της αύξησης με τις ενισχύσεις από την ελληνική Πολιτεία, περίπου 2 δισ. έχουν δοθεί μέχρι και τον Φεβρουάριο».

Ξεκαθάρισε εξάλλου ότι «δεν υπάρχει δυνατότητα να καλυφθεί όλη η αύξηση και δεν υπάρχει καμία χώρα στον κόσμο που να έχει καλυφθεί όλη η αύξηση», ωστόσο «η ενίσχυση στους ευάλωτους συμπολίτες μας θα συνεχισθεί για όσο χρόνο υπάρξει η κρίση», υπογραμμίζοντας συγχρόνως την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών: «σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είχαμε μια ετήσια αύξηση κοντά στο 5%, πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, κυρίως λόγω της μείωσης των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών».

Αξιολογώντας παράλληλα ως πιο σημαντικό μέτρο την αύξηση του κατώτατου μισθού απάντησε και στο αίτημα της αντιπολίτευσης να έλθει πιο νωρίς η αύξηση αυτή: «υπάρχει μια διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, άρα δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη».

Ερωτηθείς για τις αγροτικές κινητοποιήσεις, αφού θύμισε ότι ενισχύθηκαν οι αγρότες μέσω της κάλυψης της ρήτρας αναπροσαρμογής, της μείωσης των τιμών σε ζωοτροφές και λιπάσματα μέσω της μείωσης του ΦΠΑ, δήλωσε ότι «δεν υπάρχει η δημοσιονομική δυνατότητα». Δηλαδή, συνέχισε, «δεν πρέπει και δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας. Αυτό που με πάρα πολύ μεγάλο κόπο έχει κατακτηθεί, το να μπορούμε να στεκόμαστε στα πόδια μας, να μπορούμε να έχουμε την αξιοπιστία την περίοδο της κρίσης να μπορούμε να δανειζόμαστε με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, δεν μπορούμε να το διακινδυνεύσουμε», τόνισε και συμπλήρωσε:

«Έχουμε μπροστά μας τεράστιες προκλήσεις, η ελπίδα μας είναι στις αρχές του 2023 να έχουμε αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα, είναι ένας δημοσιονομικός στόχος πάρα πολύ υψηλής σημασίας». Με το δεδομένο, έτσι, ότι «έχουμε πολύ σοβαρές διακυβεύσεις μπροστά μας», ο υπουργός Επικρατείας ξεκαθάρισε ότι δεν μπορούν να ικανοποιηθούν «οριζόντια μέτρα τα οποία θα θέσουν σε διακινδύνευση τη συνέχεια της δημοσιονομικής σταθερότητας».

Κληθείς δε, να σχολιάσει τα αιτήματα που κατέθεσε ο αρχηγός της μείζονος αντιπολίτευσης, αλλά και το χαρακτηρισμό, «διαχειριστής της συμφοράς» που ο Αλέξης Τσίπρας προσέδωσε στον Κυριάκο Μητσοτάκη (στη συνέντευξή του την Δευτέρα στον τηλεοπτικό σταθμό «Σκάι»), ο Γ. Γεραπετρίτης απάντησε: «δεν θα κάνω σχόλιο για τους χαρακτηρισμούς, ο καθένας έχει το δικό του ύφος και τρόπο που επικοινωνεί τα μηνύματά του». Ενώ για την αξιωματική αντιπολίτευση, τον αρχηγό της είπε πως «είτε αρνείται την πραγματικότητα είτε δεν γνωρίζει την πραγματικότητα. Η άρνηση της πραγματικότητας είναι μεγάλος κίνδυνος, η άγνοια της πραγματικότητας είναι απλή ανικανότητα», σημείωσε προσθέτοντας:

«Οποιοδήποτε μέτρο λαμβάνεται που έχει οριζόντιο χαρακτήρα, έχει πολύ μεγάλη δημοσιονομική επίπτωση και δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει πραγματικό αντίκρυσμα στον καταναλωτή. Η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, σε βασικά αγαθά, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια άμεση αποκλιμάκωση, εν τέλει όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα φθάσει αυτό στον καταναλωτή και δεν θα αυξήσει τα ενδιάμεσα κόστη. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα χτυπήσει τη ρίζα του προβλήματος. Από την άλλη το να βγαίνουμε με μεγαλόστομες δηλώσεις και να κάνουμε μια πλειοδοσία που δεν είναι μετρήσιμη, δημιουργεί μεγάλο κίνδυνο στην εθνική μας οικονομία», προειδοποίησε ακόμη.

Στο αίτημα δε, του Αλ. Τσίπρα για τηλεμαχία με τον Κ. Μητσοτάκη, απάντησε ως εξής: «στην παρούσα κοινοβουλευτική περίοδο έχουμε ένα πραγματικό ρεκόρ παρουσίας του πρωθυπουργού στη Βουλή -και το λέω μετά λόγου γνώσεως έχοντας μελετήσει την κοινοβουλευτική διαδρομή της Μεταπολίτευσης. Σε καμία κοινοβουλευτική περίοδο πρωθυπουργός δεν έχει παραστεί τόσο πολύ σε όλες τις διαδικασίες, προ ημερησίας διατάξεως, κοινοβουλευτικού ελέγχου, παραγωγής νομοσχεδίων». Συνεπώς, συμπέρανε, «υπάρχουν θεσμικά fora στα οποία όχι μόνο δεν φυγομαχεί ο πρωθυπουργός αλλά είναι ο πρώτος ο οποίος τίθεται στην υπηρεσία της ενημέρωσης των Ελλήνων πολιτών».

Και, εν συνεχεία, «η τηλεοπτική αναμέτρηση είναι κάτι το οποίο μπορεί να έχει σχετική απήχηση στον κατάλληλο χρόνο, όπως στην προεκλογική περίοδο. Σήμερα, και κατά τη διάρκεια λειτουργίας της Βουλής, το θεσμικό forum στο οποίο ομιλούν ο πρωθυπουργός και όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί, είναι η Βουλή. Και οι Έλληνες πολίτες έχουν τη δυνατότητα εκεί να αξιολογούν. Στο Ναό της Δημοκρατίας. Η λογική, να βγαίνουμε στην τηλεόραση αντί στη Βουλή, είναι μια λογική η οποία προφανώς δεν έχει θεσμική βάση».

Στην υπόθεση Φουρθιώτη, ο υπουργός Επικρατείας ανταπάντησε λέγοντας ότι «έχουμε μια πολιτική υιοθεσία του συγκεκριμένου κυρίου από τον ΣΥΡΙΖΑ και προς τιμήν τους τα υπόλοιπα κόμματα της ελληνικής Βουλής δεν έχουν υιοθετήσει τη στρατηγική αυτή και δεν έχουν κάνει καμία αναφορά. Είμαι σίγουρος ότι αυτό θα στραφεί απέναντι στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ». Ενώ επανέλαβε όσα έχει πει σε προηγούμενες δηλώσεις του ότι, δηλαδή, είχε μια τυπική επικοινωνία με τον παρουσιαστή, επίσης ότι απορρίφθηκαν όλα τα αιτήματα του ιδίου και του καναλιού που εκπροσωπούσε. Αντιθέτως, η ελληνική κυβέρνηση ήταν εκείνη που έστειλε το φάκελο στους ελεγκτικούς μηχανισμούς και στη Δικαιοσύνη, κατέληξε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025