«Η μεσαία τάξη μοιάζει σήμερα όλο και περισσότερο με μία βάρκα σε επικίνδυνα νερά» αναφέρει έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, με τίτλο: «Υπό πίεση: Η συνθλιμμένη μεσαία τάξη» και παρουσιάζει την κατάσταση στις χώρες-μέλη του Οργανισμού. Σύμφωνα με την έκθεση η μεσαία τάξη συμπιέζεται στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Στην Ελλάδα τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης για ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό κυμαίνονται από 7.894 έως 21.050 δολάρια και είναι τα χαμηλότερα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών του ΟΟΣΑ.
Το διάμεσο εισόδημα μειώθηκε ή αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό χαμηλότερο από 1% σε 21 από τις 36 χώρες του ΟΟΣΑ μετά το 2008. Στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ιαπωνία, στο Μεξικό, στη Σλοβενία και την Ισπανία τα διάμεσα εισοδήματα στα μέσα της δεκαετίας του 2010 ήταν σημαντικά χαμηλότερα από ό,τι το 2008, αφού ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η μείωση ανερχόταν σε σχεδόν 6% ανά έτος. Μόνο σε έξι χώρες του ΟΟΣΑ η αύξηση του διάμεσου εισοδήματος ξεπέρασε κατά μέσο όρο το 2% ανά έτος. Τα νοικοκυριά με μεσαίο εισόδημα είναι σχεδόν το ίδιο άτρωτα όπως αυτά με υψηλό εισόδημα στη μετάπτωσή τους σε κατάσταση σχετικής φτώχειας, δηλαδή κάτω από το 50% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος.
Από το 2007 έως το 2015 το ποσοστό των νοικοκυριών που έπεσαν σε φτώχεια μέσα σε ένα έτος ήταν 2,1% κατά μέσο όρο, με τα ποσοστά να κυμαίνονται λιγότερο από 1% στη Δανία, στην Ολλανδία και τη Σλοβενία έως 4% στην Αυστραλία, στην Ελλάδα και τη Λετονία. Ωστόσο, τα νοικοκυριά με χαμηλότερο μεσαίο εισόδημα είναι σημαντικά πιο εκτεθειμένα στον κίνδυνο της φτώχειας. Ο κίνδυνος αυτός ήταν μεγαλύτερος στη Λετονία, στην Εσθονία, στις ΗΠΑ, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία και την Ελλάδα, όπου αφορούσε περισσότερα από το 20% των νοικοκυριών με χαμηλότερο μεσαίο εισόδημα. Τα νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα συνεισφέρουν τα περισσότερα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος – κατά μέσο όρο σχεδόν τα δύο τρίτα των εσόδων άμεσους προσωπικούς φόρους, ένα ποσοστό αντίστοιχο με αυτό του εισοδήματός τους.
Σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ τα μεσαία εισοδήματα συνεισφέρουν τουλάχιστον τα μισά φορολογικά έσοδα και περισσότερο από τα τρία τέταρτα συνεισφέρουν στο Βέλγιο, στην Ισλανδία, στη Νορβηγία και τη Σλοβενία. Τα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα εισοδήματα πληρώνουν μικρό ποσοστό των φόρων. Κατά μέσο όρο το ποσοστό αυτό είναι 7% των άμεσων προσωπικών φόρων, ενώ κυμαίνεται από 2% στην Ιρλανδία και τη Βρετανία έως 14% στην Ελλάδα και την Ελβετία.
Σε ορισμένες χώρες -ιδιαίτερα στην Ελλάδα, στο Λουξεμβούργο και την Πολωνία- η τάξη με τα μεσαία εισοδήματα λαμβάνει ποσοστό των παροχών που είναι αναλογικά πολύ υψηλότερο από το ποσοστό της στον πληθυσμό.
Στην Ελλάδα τα νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα αντιστοιχούν στο 59% του πληθυσμού και λαμβάνουν το 70% των παροχών, ενώ τα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα εισοδήματα αντιστοιχούν στο 32% του πληθυσμού και λαμβάνουν το 15% των παροχών.
Όσον αφορά τις δαπάνες των νοικοκυριών, τα ενοίκια αποτελούν, κατά μέσο όρο, σχεδόν το 20% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών με μεσαίο εισόδημα που νοικιάζουν σπίτι. Το βάρος αυτό κυμαίνεται από 4% στη Λετονία σε περισσότερο από το 25% στη Χιλή, στην Τσεχία και την Ελλάδα. Μόνο στην Ελλάδα, στην Ουγγαρία, στη Λιθουανία και την Πολωνία τα νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα δαπανούν λιγότερο από το 10% του συνολικού εισοδήματός τους για μεταφορές.
Ο πληθυσμός που καλύπτεται από ιδιωτική ασφάλιση υγείας αυξήθηκε σε ορισμένες χώρες του ΟΟΣΑ την περασμένη δεκαετία -ιδιαίτερα στη Δανία, στην Κορέα, στη Σλοβενία και το Βέλγιο- και μειώθηκε σε άλλες, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία, στη Νέα Ζηλανδία και τις ΗΠΑ.
Σχεδόν το 40% των νοικοκυριών με μεσαία εισοδήματα σε 18 χώρες του ΟΟΣΑ είναι οικονομικά ευάλωτα, δηλαδή έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη ή δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν απροσδόκητες δαπάνες ή ξαφνικές μειώσεις εισοδήματος.
Τα ποσοστά παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές, από 12% στη Νορβηγία έως 70% στην Ελλάδα. Τα ποσοστά των ελληνικών και ουγγρικών νοικοκυριών με μεσαία εισοδήματα που είναι οικονομικά ευάλωτα είναι πολύ πιο κοντά στα αντίστοιχα ποσοστά των νοικοκυριών με χαμηλότερα εισοδήματα.
Περισσότερα από ένα στα πέντε των νοικοκυριών με μεσαίο εισόδημα δαπανούν περισσότερα από όσα εισπράττουν, κάτι που ενέχει τον κίνδυνο της υπερχρέωσης. Το σχετικό ποσοστό κυμαίνεται λιγότερο από 10% σε Εσθονία, Λιθουανία και Πολωνία έως πάνω από το 50% στη Χιλή και την Ελλάδα.
Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ, ένα στα οκτώ νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα είναι υπερχρεωμένο. Η υπερχρέωση είναι ιδιαίτερα φανερή στη Χιλή, στην Ολλανδία και τη Νορβηγία, όπου επηρεάζει τουλάχιστον ένα στα τέσσερα νοικοκυριά. Αντίθετα, το ποσοστό είναι χαμηλότερο από το 5% στην Αυστρία, στην Εσθονία, στη Γερμανία, στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Λετονία, στην Πολωνία και τη Σλοβενία.
Σε ορισμένες χώρες το κόστος υγειονομικής περίθαλψης έχει γίνει πηγή μεγάλης ανησυχίας. Κατά μέσο όρο τα νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα στις χώρες του ΟΟΣΑ που ανήκουν στην Ε.Ε. δαπανούσαν κατά 28% υψηλότερο ποσοστό του εισοδήματός τους για υγειονομική περίθαλψη το 2015 από ό,τι μία δεκαετία νωρίτερα. Η δαπάνη αυτή ήταν ιδιαίτερα υψηλή στην Ελλάδα και τη Λετονία με ποσοστά 6,8% και 7,2% αντίστοιχα των προϋπολογισμών των μεσαίων εισοδημάτων.
Κατά μέσο όρο, σχεδόν το 9% των ιδιοκτητών ακινήτων που έχουν πάρει στεγαστικά δάνεια ορίζονται ως υπερβολικά επιβαρυμένοι από το κόστος κατοίκησης, καθώς δαπανούν τουλάχιστον το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου. Το 2016 το ποσοστό αυτό έφθασε το 20% στην Ιρλανδία, στην Ελλάδα και τη Σουηδία.