“Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης έχουν συμπεριφερθεί με λάθος τρόπο στο ελληνικό ζήτημα. Τους αξίζει να ηττηθούν”, αναφέρουν οι Financial Times.
Οι FT ζητούν από το Ταμείο να μην κάνει πίσω και να αναγκάσει τις κυβερνήσεις των μεγάλων χωρών της Ευρωζώνης να δεχθούν τις δικές του προτάσεις και το κούρεμα χρέους.
«Από το ξεκίνημα της ελληνικής κρίσης το 2010, η αντίδραση των κυβερνήσεων της ευρωζώνης καθορίστηκε από την πολιτική ανάγκη να προστατέψουν τις τράπεζες, τους επενδυτές και τους φορολογούμενούς τους.
Έχουν συστηματικά αποδεχθεί υπερβολικά αισιόδοξους στόχους για την ανάπτυξη και τα πρωτογενή πλεονάσματα, αντί να αποδεχθούν την ανάγκη για περισσότερη εξωτερική χρηματοδότηση και αν χρειαστεί διαγραφές χρέους.
Τα υπόλοιπα μέλη του ΔΝΤ θα έπρεπε να είναι έτοιμα να παρακάμψουν τους ανυποχώρητους Ευρωπαίους. Οι διαμαρτυρίες μιας ιδιοτελούς συντεχνίας δεν πρέπει να μπουν στον δρόμο των συμφερόντων της Ελλάδας» αναφέρεται στο editorial των Financial Times.
Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο:
«Με την οικονομία της ευρωζώνης να ανακάμπτει και την κρίση χρέους που έπληξε το κοινό νόμισμα να έχει σε μεγάλο βαθμό υποχωρήσει, είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς ότι η χώρα από όπου ξεκίνησαν όλα παραμένει αντιμέτωπη με μεγάλα προβλήματα.
Αυτή την εβδομάδα το μακροχρόνιο πρόβλημα της Ελλάδας πήρε μια νέα και ανησυχητική τροπή.
Αποκαλύφθηκε ότι το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι διχασμένο όσον αφορά στο πρωτογενές πλεόνασμα που πρέπει να πιάσει η Ελλάδα, το οποίο θα επηρεάσει το κατά πόσον θα χρειαστεί ελάφρυνση χρέους για να επιτύχει βιώσιμη ανάπτυξη.
Οι διαμάχες ανάμεσα στο ΔΝΤ και στις κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά το γεγονός ότι το Ταμείο παραδέχθηκε μια διάσπαση μεταξύ των κρατών μελών του είναι σημαντικό.
Τα ευρωπαϊκά κράτη υπερεκπροσωπούνται στο Συμβούλιο σε σχέση με το μέγεθός τους στην παγκόσμια οικονομία.
Η χρήση αυτής της ισχύος για να αποθαρρυνθεί το Ταμείο να απαιτήσει ελάφρυνση χρέους από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης αποτελεί μια ξεκάθαρη σύγκρουση συμφερόντων και μια απειλή για την αξιοπιστία και ανεξαρτησία του Ταμείου.
Τον τελευταίο χρόνο, η αντιπαράθεση ανάμεσα στους πιστωτές είναι σχεδόν τόσο έντονη, όσο αυτή ανάμεσα στον πιστωτή και τον οφειλέτη.
Το Ταμείο, το οποίο με τα χρόνια έχει υιοθετήσει μια πιο ρεαλιστική εκτίμηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αρνείται να υποχωρήσει και διαμηνύει ότι δεν θα παραμείνει στο πρόγραμμα χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του βάρους. Αυτό δημιουργεί δίλημμα στις χώρες της ευρωζώνης, ειδικά στη Γερμανία.
Το Βερολίνο επιμένει πως δεν θα συνεχίσει τη διάσωση χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ, αλλά αντιτίθεται σε οποιαδήποτε διαγραφή χρέους απαιτεί το Ταμείο.
Το βασικό πρόβλημα είναι το δημοσιονομικό πλεόνασμα που πρέπει να επιτύχει η Ελλάδα.
Το ΔΝΤ υποστηρίζει πως η επίτευξη και η διατήρηση ενός πρωτογενούς πλεονάσματος 1,5% του ΑΕΠ είναι αρκετή.
Η ευρωζώνη θέλει ένα απίθανο 3,5%. Δεδομένης της επαναλαμβανόμενης υποαπόδοσης της Ελλάδας στους στόχους για την ανάπτυξη, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι η Αθήνα μπορεί να επιτύχει ένα τόσο υψηλό νούμερο.
Η διαφωνία είναι γνώριμη. Αλλά η ασυνήθιστη απόφαση του ΔΝΤ να αποκαλύψει μια διάσπαση στο Εκτελεστικό Συμβούλιο, το οποίο συνήθως λειτουργεί συναινετικά, υπογραμμίζει τις αδυναμίες στη διοίκηση του Ταμείου.
Οι Ευρωπαίοι εκπρόσωποι στο Συμβούλιο, οι οποίοι θέλουν το ΔΝΤ να συμφωνήσει στο υψηλότερο νούμερο για το δημοσιονομικό πλεόνασμα, οδηγούνται σε σύγκρουση συμφερόντων, δείχνοντας ενδιαφέρον για τον αντίκτυπο που θα είχε μια διαγραφή χρέους στις κυβερνήσεις τους.
Yπάρχει ένα σημαντικό πολιτικό και οικονομικό κόστος στο να εμφανιστούν να υποχωρούν μπροστά στην Ελλάδα, δεδομένων των επερχόμενων εκλογών στην ευρωζώνη, μεταξύ άλλων στη Γερμανία και τη Γαλλία.
Η διαμάχη έχει πλήξει και την ελληνική κυβέρνηση και με την αδιαλλαξία της η ευρωζώνη μπορεί να αναγκάσει μια ακόμα αλλαγή στην εξουσία, με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να αντικαθίσταται από την κεντροδεξιά αντιπολίτευση.
Δεν αποκλείεται αυτό να οδηγήσει στην προσφορά μιας ελαφρώς καλύτερης συμφωνίας στην Ελλάδα από αυτήν με τη σημερινή κυβέρνηση.
Αλλά οι βραχυπρόθεσμοι πολιτικοί ελιγμοί είναι ένας πολύ κακός τρόπος για να προσπαθήσει κανείς να βάλει την Ελλάδα στον δρόμο της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους και της οικονομικής σταθερότητας.
Από το ξεκίνημα της ελληνικής κρίσης το 2010, η αντίδραση των κυβερνήσεων της ευρωζώνης καθορίστηκε από την πολιτική ανάγκη να προστατέψουν τις τράπεζες, τους επενδυτές και τους φορολογούμενούς τους.
Έχουν συστηματικά αποδεχθεί υπερβολικά αισιόδοξους στόχους για την ανάπτυξη και τα πρωτογενή πλεονάσματα, αντί να αποδεχθούν την ανάγκη για περισσότερη εξωτερική χρηματοδότηση και αν χρειαστεί διαγραφές χρέους.
Τα υπόλοιπα μέλη του ΔΝΤ θα έπρεπε να είναι έτοιμα να παρακάμψουν τους ανυποχώρητους Ευρωπαίους.
Οι διαμαρτυρίες μιας ιδιοτελούς συντεχνίας δεν πρέπει να μπουν στον δρόμο των συμφερόντων της Ελλάδας.
Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης έχουν συμπεριφερθεί με λάθος τρόπο στο ζήτημα αυτό. Τους αξίζει να ηττηθούν».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025