Εξωπραγματικά ποσά φόρου εισοδήματος, δυσανάλογα των πενιχρών εισοδημάτων που δήλωσαν για το έτος 2016, εκλήθησαν φέτος να πληρώσουν εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι άνεργοι ή περιστασιακά απασχολούμενοι, οι οποίοι παράλληλα απέκτησαν πολύ μικρά εισοδήματα από τόκους καταθέσεων ή από ενοίκια ή από αγροτικές δραστηριότητες ή εισέπραξαν οικογενειακά επιδόματα από τον ΟΓΑ.
Aγαμοι ή οικογενειάρχες με πραγματικά ετήσια συνολικά εισοδήματα πολύ χαμηλότερα των 3.000 ευρώ έλαβαν φέτος από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) εκκαθαριστικά σημειώματα με τα οποία χρεώθηκαν ποσά φόρων της τάξεως των 2.000-4.500 ευρώ! Σε πολλές περιπτώσεις τα ποσά των φόρων τα οποία καταλογίστηκαν σε φορολογούμενους αυτών των περιπτώσεων ήταν υπερδιπλάσια έως και τριπλάσια των εισοδημάτων που δήλωσαν.
Τα αίτια για τους απίστευτους αυτούς παραλογισμούς κατά τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος σε χιλιάδες φετινά εκκαθαριστικά σημειώματα ήταν οι στρεβλώσεις που προκάλεσαν οι διατάξεις για την εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης. Οι στρεβλώσεις αυτές δεν έχουν αντιμετωπιστεί στο σύνολό τους από την κυβέρνηση με αποτέλεσμα κάθε χρόνο χιλιάδες οικονομικά εξαθλιωμένοι φορολογούμενοι με ετήσια πραγματικά εισοδήματα κάτω από τα όρια της φτώχειας να καλούνται να πληρώσουν ποσά φόρου εισοδήματος μεγαλύτερα των 2.000 ευρώ!
Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα τέσσερα παραδείγματα που παραθέτουμε:
1. Σε άνεργο φορολογούμενο ο οποίος για το 2016 είχε να δηλώσει ως συνολικό… ετήσιο εισόδημα ένα ποσό της τάξεως των… 0,24 ευρώ από τόκους καταθέσεων και ο οποίος διέμενε κατά τη διάρκεια του 2016 σε οικία 70 τετραγωνικών μέτρων, την οποία του είχε παραχωρήσει δωρεάν η μητέρα του (δεν ήταν καν δικιά του) και είχε στην κατοχή του κι ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο 1.756 κυβικών εκατοστών προέκυψε εκκαθαριστικό σημείωμα που ανέγραφε το εξωπραγματικό ποσό των 4.470,30 ευρώ!
2. Σε φορολογούμενο άγαμο με ετήσιο εισόδημα 600 ευρώ από ενοίκια και 321 ευρώ από περιστασιακή μισθωτή απασχόληση, δηλαδή με σύνολο εισοδήματος 921 ευρώ για όλο το έτος 2016, με κύρια κατοικία 27 τετραγωνικών μέτρων και Ι.Χ. αυτοκίνητο 1.500 κυβικών εκατοστών παλαιότητας 7 ετών προέκυψε, κατά την εκκαθάριση της φετινής δήλωσης, φόρος εισοδήματος προς πληρωμή συνολικού ύψους 3.236,66 ευρώ!
3. Σε άλλον φορολογούμενο, άγαμο άνεργο, με ετήσιο εισόδημα 1.200 ευρώ από ενοίκια και 480 ευρώ από επιδόματα στήριξης τέκνων του ΟΓΑ, κύρια κατοικία 80 τ.μ. και Ι.Χ. αυτοκίνητο 1.300 κ. εκ. 11ετίας προέκυψε φόρος εισοδήματος συνολικού ύψους 3.620,80 ευρώ!
4. Σε φορολογούμενο έγγαμο, με ετήσιο εισόδημα 2.550 ευρώ από περιστασιακή απασχόληση και 200 ευρώ από αγροτικές δραστηριότητες, κύρια κατοικία 75 τ.μ. και Ι.Χ. αυτοκίνητο 1.500 κ. εκ. 15ετίας προέκυψε φόρος εισοδήματος συνολικού ύψους 2.284 ευρώ (ο συνολικός αναλογών φόρος που προέκυψε ήταν 2.794 ευρώ αλλά αφαιρέθηκαν από αυτόν τα 510 ευρώ που είχαν παρακρατηθεί με συντελεστή 20% κατά την καταβολή των αμοιβών ύψους 2.550 ευρώ).
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, επειδή τα δηλούμενα εισοδήματα είναι πάρα πολύ χαμηλά, οι υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων, προσδιόρισαν το ύψος των φορολογητέων εισοδημάτων με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης. Δηλαδή, σε κάθε τέτοια περίπτωση, έλαβαν υπόψη τους το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης των 3.000 ευρώ που ισχύει για τον άγαμο φορολογούμενο, ή των 2.500 ευρώ, που ισχύει για τον έγγαμο, και προσέθεσαν στο ποσό αυτό τυχόν επιπλέον ποσά τεκμηρίων διαβίωσης για σπίτι ή και Ι.Χ. αυτοκίνητο, εφόσον ο φορολογούμενος διέμεινε, κατά τη διάρκεια του 2016, σε κατοικία ιδιόκτητη, ενοικιαζόμενη ή δωρεάν παραχωρηθείσα ή εφόσον κατείχε και κάποιο Ι.Χ. αυτοκίνητο.
Στη συνέχεια, η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος, που προέκυψε λόγω της εφαρμογής των τεκμηρίων διαβίωσης, φορολογήθηκε όχι με την ευνοϊκή κλίμακα υπολογισμού του φόρου, η οποία ισχύει για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους και προβλέπει αφορολόγητο όριο εισοδήματος 6.636 – 9.545 ευρώ, αλλά με την κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων από επιχειρηματικές δραστηριότητες, βάσει της οποίας το φορολογητέο εισόδημα υπόκειται σε φόρο υπολογιζόμενο με συντελεστή 22% από το πρώτο ευρώ.
Ετσι, η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης σε όλες αυτές τις περιπτώσεις φορολογουμένων επιβαρύνθηκε με φόρο 22%, σαν να ήταν κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα! Στη συνέχεια, επί του φόρου που προέκυψε επιβλήθηκε και προκαταβολή φόρου με συντελεστή 100%. Συνολικά, δηλαδή, για έναν φορολογούμενο με χαμηλά εισοδήματα από περιστασιακή απασχόληση και με ακόμη πιο χαμηλά εισοδήματα από άλλες πηγές πλην μισθών, η πρόσθετη διαφορά εισοδήματος που προέκυψε βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης, φορολογήθηκε με τελικό συντελεστή 44%.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ εφάρμοσαν τις διατάξεις της παραγράφου 1β του άρθρου 34 του νόμου 4172/2013 (του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος), σύμφωνα με τις οποίες επί της πρόσθετης διαφοράς τεκμαρτού εισοδήματος εφαρμόζεται η κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων, στην οποία ισχύει συντελεστής 22% από το πρώτο ευρώ, επειδή το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος του δηλωθέντος εισοδήματος δεν προκύπτει από μισθωτή εργασία ή συντάξεις.
Ειδικά στην περίπτωση του ανέργου με το εισόδημα από τόκους καταθέσεων των 0,24 ευρώ, που είναι και η πιο ακραία από τις τέσσερις χαρακτηριστικές που προαναφέραμε, η ΑΑΔΕ, κατά την εκκαθάριση της φορολογικής του δήλωσης, προσδιόρισε το συνολικό φορολογητέο εισόδημα στο ύψος των 10.160 ευρώ, εφαρμόζοντας τις διατάξεις για τα τεκμήρια διαβίωσης. Το «τεκμαρτό» εισόδημα των 10.160 ευρώ προέκυψε, συγκεκριμένα, από το άθροισμα:
Του ελάχιστου τεκμηρίου των 3.000 ευρώ που βάρυνε τον συγκεκριμένο φορολογούμενο.
Του τεκμηρίου της μονοκατοικίας των 70 τ.μ., το οποίο ανέρχεται σε 3.360 ευρώ (70 τ.μ. Χ 40 ευρώ ανά τ.μ. Χ 1,2 συντελεστή προσαύξησης).
Του τεκμηρίου του Ι.Χ. αυτοκινήτου το οποίο ανέρχεται σε 3.800 ευρώ.
Η ΑΑΔΕ φορολόγησε στη συνέχεια το πρόσθετο ποσό φορολογητέου εισοδήματος ύψους 10.159,76 ευρώ που προέκυψε από τα τεκμήρια (10.160 ευρώ – 0,24 ευρώ = 10.159,76 ευρώ), ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, με συντελεστή 22% και χρέωσε τον φορολογούμενο με κύριο φόρο 2.235,15 ευρώ (10.159,76 ευρώ Χ 22% = 2.235,15 ευρώ). Στη συνέχεια, η ΑΑΔΕ πρόσθεσε στον κύριο φόρο και «προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου έτους», την οποία υπολόγισε με συντελεστή 100%.
Έτσι, ο κύριος φόρος των 2.235,15 ευρώ διπλασιάστηκε και το τελικό ποσό φόρου που καταλογίστηκε στον συγκεκριμένο φορολογούμενο εκτοξεύτηκε στα 4.470,30 ευρώ.