Πρώτα διασφαλίζεται η οφειλή, μετά εκδίδεται το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας, ενώ επιβάλλεται και παρακράτηση φόρου για όσους έχουν χρέη. Δεν εξαιρούνται όσοι έχουν υπαχθεί σε ρυθμίσεις τμηματικής εξόφλησης. Η διευκρινιστική εγκύκλιος του ΓΓΔΕ.

Κάθε φορά όπου φορολογούμενος με ληξιπρόθεσμες οφειλές ζητά την έκδοση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας για να μεταβιβάσει ακίνητό του ή για να εισπράξει χρήματα από το δημόσιο (ακόμα και αν αυτά αφορούν εφάπαξ, κοινωνικές παροχές ή αμοιβές για εκτέλεση έργου), θα πρέπει να γνωρίζει ότι η ενημερότητα συνοδεύεται από παρακράτηση ποσού από 10% έως και 100% των εσόδων που θέλει να εισπράξει.

Η αυτόματη παρακράτηση οφειλών προβλέπεται ακόμα και για όσους έχουν υπαχθεί σε ρυθμίσεις τμηματικής εξόφλησης των οφειλών τους και πληρώνουν κανονικά τις μηνιαίες τους δόσεις.

Με διευκρινιστική εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, επιχειρείται να λυθούν απορίες φορολογουμένων σχετικά με το θέμα και ορίζεται ότι:

Στην περίπτωση κατά την οποία χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων ή για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτού και υφίστανται βεβαιωμένα ληξιπρόθεσμα χρέη που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής, τίθεται υποχρεωτικά ο όρος της παρακράτησης. Σε αυτή την περίπτωση το συνολικό ποσό της παρακράτησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το σύνολο των ληξιπροθέσμων οφειλών.

Επομένως, τυχόν μη ληξιπρόθεσμη οφειλή που τελεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής δεν συμπεριλαμβάνεται σε τυχόν παρακράτηση επί του αποδεικτικού. Ο οφειλέτης όμως μπορεί να ζητήσει –για να ξεμπερδεύει– και οι βεβαιωμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές σε καθεστώς αναστολής είσπραξης να παρακρατηθούν.

Από την εγκύκλιο της ΓΓΔΕ προκύπτει ακόμα:

* Στις περιπτώσεις που το αποδεικτικό ενημερότητας ζητείται για είσπραξη χρημάτων από φορείς της Κεντρικής Διοίκησης, το συνολικό ποσοστό παρακράτησης είναι υποχρεωτικά 100% επί της είσπραξης και μέχρι του ύψους των βεβαιωμένων προς στη Φορολογική Διοίκηση οφειλών του δικαιούχου των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου (ληξιπροθέσμων και μη, καθώς και σε καθεστώς αναστολής είσπραξης).

* Για την εξεύρεση του ελάχιστου ποσοστού παρακράτησης, υπολογίζεται το ελάχιστο ποσοστό επί της εισπραττόμενης απαίτησης (10%, 30%, 70%, κατά περίπτωση) και ταυτόχρονα υπολογίζεται το ελάχιστο ποσό που αντιστοιχεί σε δόσεις ρύθμισης (3 ή 5 δόσεις ρύθμισης από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης), προκειμένου να γίνει σύγκριση αυτών. Μετά τον ανωτέρω υπολογισμό, το ελάχιστο, δυνητικά, ποσοστό/ποσό παρακράτησης επί του αποδεικτικού ενημερότητας, είναι αυτό που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο ποσό εκ των δύο.

* Το κατώτατο ποσοστό παρακράτησης (30%, 70%) που τίθεται υποχρεωτικά επί του αποδεικτικού ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων δύναται να περιορισθεί στο 10% του εισπραττόμενου ποσού, εφόσον:

– ο αιτών το αποδεικτικό ενημερότητας έχει περιοδικές αποδεδειγμένες απαιτήσεις ή τουλάχιστον μία ακόμα απαίτηση κατά φορέων όπου είναι υποχρεωτική η προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας (όπως ΕΟΠΠΥ, νοσοκομεία κλπ), είναι ενήμερος σε ρύθμιση, και ο αρμόδιος Προϊστάμενος για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής, αξιολογήσει τα ποσά είσπραξης της απαίτησης / απαιτήσεων αυτών ως αξιόλογα σε σχέση με την οφειλή.

– ο αιτών έχει υπόλοιπο συνολικής βασικής βεβαιωμένης ρυθμισμένης οφειλής μικρότερο των 5.000 ευρώ. Για τον προσδιορισμό του ορίου των 5.000 ευρώ συνυπολογίζονται τυχόν ρυθμισμένες οφειλές συνυπευθυνότητας και συνυποχρέωσης, για τις οποίες ο αιτών το αποδεικτικό έχει ευθύνη για την καταβολή τους.

Οι παραπάνω προϋποθέσεις μπορούν να συντρέχουν είτε σωρευτικά είτε διαζευκτικά.

Παραδείγματα

Στην εγκύκλιο παρατίθενται και παραδείγματα ποσοστού παρακράτησης κατά την έκδοση αποδεικτικού για είσπραξη χρημάτων από φορείς του Δημοσίου πλην Κεντρικής Διοίκησης που αφορά σε οφειλέτες που τηρούν ρύθμιση τμηματικής καταβολής και είναι ενήμεροι σ’ αυτή και πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις χορήγησης αυτού, αλλά και κατά τη μεταβίβαση ακινήτου.

* Στην πρώτη περίπτωση, ο αιτών το αποδεικτικό έχει απαίτηση είσπραξης ύψους 7.000 ευρώ από φορείς Δημοσίου πλην Κεντρικής Διοίκησης και βεβαιωμένες εναπομείνασες ρυθμισμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 3.000 ευρώ με εναπομένουσες 10 δόσεις ρύθμισης που έπονται από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης. Έχει παράλληλα περιοδικές απαιτήσεις από φορείς του Δημοσίου πλην Κεντρικής Διοίκησης.

Σε αυτή την περίπτωση το κατώτατο όριο παρακράτησης είναι 10% επί του εισπραττόμενου ποσού, το οποίο πρέπει να καλύψει τουλάχιστον τρεις δόσεις της ρύθμισης που έπονται από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης, δηλαδή στην ανωτέρω περίπτωση, το κατώτατο ποσό παρακράτησης αναπροσαρμόζεται από 700 ευρώ σε 900 ευρώ.

Τον επόμενο μήνα που θα αιτηθεί ο οφειλέτης αποδεικτικό ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων από φορέα του ευρύτερου Δημοσίου, το κατώτατο δυνητικά όριο παρακράτησης είναι το 10%, με την προϋπόθεση ότι καλύπτεται τουλάχιστον μία επιπλέον δόση ρύθμισης εφόσον οι υπόλοιπες δύο από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης έχουν ήδη αποδοθεί/πιστωθεί από την προηγούμενη παρακράτηση και επιπλέον στοιχειοθετείται η ύπαρξη μίας ακόμη απαίτησης (αξιόλογης σε σχέση με την οφειλή) για την οποία απαιτείται η προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας.

Στην περίπτωση ποσοστού παρακράτησης κατά την έκδοση αποδεικτικού για μεταβίβαση ακίνητου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επ’ αυτού, που αφορά σε οφειλέτες που τηρούν ρύθμιση τμηματικής καταβολής, είναι ενήμεροι σ’ αυτή και πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις χορήγησης αυτού, η ΓΓΔΕ παραθέτει το εξής παράδειγμα:

* Ο αιτών έχει βεβαιωμένες ρυθμισμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 13.000 ευρώ. Η αντικειμενική αξία του ακινήτου είναι 12.000 ευρώ και το τίμημα ανέρχεται στο ποσό των 10.000 ευρώ. Το 70% του τιμήματος είναι 7.000 ευρώ και το 70% της αντικειμενικής αξίας είναι 8.400 ευρώ. Συνεπώς, εν προκειμένω, τα όρια των ποσοστών παρακράτησης (ήτοι από 70% έως 100%) επί του τιμήματος, όχι όμως σε αξία μικρότερης της αντικειμενικής, υπολογίζονται από 8.400 ευρώ έως 10.000 ευρώ.

Στην περίπτωση που είναι διασφαλισμένη η είσπραξη της οφειλής, τα όρια των ποσοστών παρακράτησης (ήτοι από 50% έως 100%) επί του τιμήματος όχι όμως σε αξία μικρότερης της αντικειμενικής, υπολογίζονται από 6.000 ευρώ έως 10.000 ευρώ.