«Στο Μάτι υπήρξε συνολική αποτυχία της κοινωνίας, από τον τελευταίο πολίτη μέχρι τον πρώτο πολίτη», δήλωσε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του ΟΑΣΠ Ευθύμης Λέκκας, στο πλαίσιο του “2ου Επιστημονικού Φόρουμ για τη Μείωση της Διακινδύνευσης από Καταστροφές στην Ελλάδα”.
Τη διήμερη εκδήλωση (το πρώτο Φόρουμ είχε γίνει το 2017), που ξεκίνησε σήμερα με τη συμμετοχή 30 ερευνητικών και πανεπιστημιακών φορέων, διοργανώνουν το Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών και το μεταπτυχιακό πρόγραμμα του ΕΚΠΑ “Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος, Καταστροφών και Κρίσεων”, με στόχο την κοινή και πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των κινδύνων στη χώρα μας, με βάση και τις διεθνείς εμπειρίες.
Σε συνέντευξη που παρεχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λέκκας, μεταξύ άλλων, επεσήμανε ότι η χώρα μας μέχρι σήμερα υστερεί στην κρίσιμη συνεργασία των τριών πυλώνων της πολιτικής προστασίας, δηλαδή πολιτείας-επιστημόνων και πολιτών, οι οποίοι πρέπει οπωσδήποτε να διασυνδεθούν καλύτερα όπως σε άλλες χώρες. Τόνισε ότι η Ελλάδα από τύχη έχει γλιτώσει έως τώρα σε διάφορες περιπτώσεις φυσικών φαινομένων και ότι έχει ακόμη μεγάλα περιθώρια βελτίωσης στον τομέα της πολιτικής προστασίας και της διαχείρισης των καταστροφών. Όπως λέει, η χώρα μας είναι πολύ αποτελεσματική στην αντιμετώπιση των σεισμών, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές. Ιδιαίτερη ανησυχία -λόγω του πολύ μικρού χρόνου αντίδρασης – εκφράζει για ένα πιθανό τσουνάμι που μπορεί να πλήξει νησιά του Αιγαίου, αν και η πιθανότητα για κάτι τέτοιο είναι μικρή, όπως επισημαίνει.
Για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, κάνει λόγο για μεγάλες ελλείψεις (σε σχέδια, αντιπυρικά έργα, εκπαίδευση πληθυσμού και δημοτικών/περιφερειακών οργάνων κ.α.) και αναφέρει ότι «τα γεγονότα “έτρεξαν” όπως έπρεπε να “τρέξουν”, με βάση το ότι δεν υπήρχε τίποτε». Για τη διαμάχη γύρω από το αν ήταν δυνατό να γίνει έγκαιρη εκκένωση των κατοίκων, τονίζει: «Η μελέτη που κάναμε για όλους όσους πέθαναν τότε, δείχνει ότι τελικά για τυχαίους λόγους πέθαναν όσοι πέθαναν και για τυχαίους λόγους σώθηκαν όσοι σώθηκαν. Δεν σώθηκαν μέσα από μια οργανωμένη διαδικασία. Για να γινόταν μια οργανωμένη διαδικασία, έπρεπε να είχε υπάρξει μια ανάλυση κινδύνων της περιοχής, που δεν την είχαμε. Έπρεπε να είχαμε ανάλυση των δεδομένων όπως εξελίσσονταν εκείνη τη στιγμή, ανθρώπους εκπαιδευμένους στην εκκένωση, χώρους συγκέντρωσης κ.α. Δεν είναι κάτι τόσο εύκολο, όσο λέγεται».
Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:
ΕΡ: Πώς μπορούν να μειωθούν οι κίνδυνοι από τις φυσικές καταστροφές στη χώρα μας;
ΑΠ: Οι τρεις πυλώνες που συνθέτουν το οικοδόμημα της πολιτικής προστασίας, οι επιχειρησιακοί φορείς, οι επιστημονικοί φορείς και ο πληθυσμός πρέπει να συνδεθούν για να υπάρξουν καλύτερα αποτελέσματα. Αυτό έως τώρα γινόταν στη χώρα μας σε ένα πολύ μικρό βαθμό, γι’ αυτό και υπήρξε πρόσφατα όλη αυτή η διαδικασία των έντονων φαινομένων και των έντονων επιπτώσεων. Στόχος μας -και δικός μου προσωπικά- είναι πλέον να πετύχουμε τη διασύνδεση αυτών των τριών πυλώνων, κάτι που έχουμε δει να λειτουργεί άριστα σε πολλές περιπτώσεις στο εξωτερικό.
ΕΡ: Με βάση τη διεθνή εμπειρία σας και συγκριτικά με άλλες χώρες, σε ποιο επίπεδο βρίσκεται η Ελλάδα από άποψη προετοιμασίας και ανταπόκρισης του μηχανισμού της σε μια φυσική καταστροφή;
ΑΠ: Ήμασταν τυχεροί γιατί μεγάλα φυσικά φαινόμενα δεν είχαν επιπτώσεις. Είμαστε ακόμη σε ένα χαμηλό στάδιο, όσον αφορά την πολιτική προστασία και τη διαχείριση των καταστροφών, σε σχέση με άλλες χώρες όπως η Ιταλία, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η Νέα Ζηλανδία, αν και είμαστε σε πολύ καλύτερο επίπεδο σε σχέση με χώρες όπως η Ταϊβάν, η Τουρκία, η Ινδία, το Πακιστάν κ.α. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Το θέμα είναι πώς θα μπορέσουμε να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητα μας.
ΕΡ: Ποιοι φυσικοί κίνδυνοι στην Ελλάδα φοβίζουν περισσότερο εσάς και γενικότερα την επιστημονική κοινότητα;
ΑΠ: Τρείς σημαντικοί κίνδυνοι υπάρχουν στην Ελλάδα: οι σεισμοί, οι πλημμύρες και οι δασικές πυρκαγιές. Οι άλλοι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί, αλλά δευτερεύοντες. Στους σεισμούς είμαστε πάρα πολύ αποτελεσματικοί, έχουμε έναν από τους καλύτερους αντισεισμικούς κανονισμούς στον κόσμο και έχουμε μια πολύ καλή παιδεία ως πληθυσμός, χάρη και στις πολλές δράσεις του ΟΑΣΠ. Δεν έχουμε όμως το ίδιο στην πλημμύρα και στη φωτιά, επειδή δεν έχουμε την ίδια διασύνδεση ανάμεσα στους ειδικούς επιστήμονες για τις πυρκαγιές και τις φωτιές και στους επιχειρησιακούς φορείς.
ΕΡ: Εκεί βλέπετε κυρίως το πρόβλημα;
ΑΠ: Εκεί είναι ο πυρήνας του προβλήματος. Ένας άλλος πολύ σημαντικός λόγος είναι ότι, αντίθετα με τον αποτελεσματικό αντισεισμικό κανονισμό, δεν έχουμε έναν ανάλογο αντιπλημμυρικό κτιριοδομικό κανονισμό, ώστε να ξέρουμε ποια κτίρια παρουσιάζουν μεγαλύτερη τρωτότητα στην πλημμύρα.
ΕΡ: Τι γίνεται με τα σπανιότερα φαινόμενα όπως τα τσουνάμι και τα ηφαίστεια;
ΑΠ: Στη Σαντορίνη δοκιμαστήκαμε με επιτυχία το 2011, όταν μέσα από τον ΟΑΣΠ διαχειριστήκαμε τότε και την ηφαιστειακή κρίση, ευρισκόμενοι σε πλήρη σύμπλευση η επιστημονική κοινότητα και οι επιχειρησιακοί φορείς. ‘Αρα για τα ηφαίστεια μπορούμε να έχουμε εικόνα και να αντιδράσουμε έγκαιρα. Το τσουνάμι είναι διαφορετική περίπτωση, καθώς, όπως είδαμε και στην Ινδονησία, ο χρόνος αντίδρασης μπορεί να είναι μόνο πέντε λεπτά. Αν, για παράδειγμα, οι παραλίες στα νησιά μας είναι γεμάτες και γίνει μια υποθαλάσσια κατολίσθηση, την οποία δεν θα πάρουμε είδηση, θα υπάρξει πρόβλημα. Στο Αιγαίο μπορεί να υπάρξει οπουδήποτε σεισμός ανά πάσα στιγμή και σε ένα έως δύο λεπτά να φθάσει τσουνάμι σε κάποιο νησί. Βέβαια, ο κίνδυνος αυτός είναι σπάνιος.
ΕΡ: Έχετε ως επιστήμονας να σχολιάσετε κάτι σε σχέση με το πρόσφατο εισαγγελικό πόρισμα για το Μάτι;
ΑΠ: Το πόρισμα βέβαια αποτυπώνει τα γεγονότα, αλλά δεν αποτυπώνει τη βάση πάνω στην οποία κινήθηκαν τα γεγονότα. Εννοώ ότι δεν υπήρχαν σχέδια, αντιπυρικά έργα, εκπαίδευση του πληθυσμού, εκπαίδευση των οργάνων σε επίπεδο δημοτικό και περιφερειακό. Δεν υπήρχε τίποτε. Σε άλλες περιπτώσεις τη γλιτώσαμε και δεν υπήρξαν καταστροφές, για παράδειγμα στον Ωρωπό πρόπερσι. Στο μάτι τα γεγονότα “έτρεξαν” όπως έπρεπε να “τρέξουν”, με βάση το ότι δεν υπήρχε τίποτε.
ΕΡ: Έχετε κάποιες νέες επιστημονικές εκτιμήσεις για το συμβάν;
ΑΠ: Υπάρχει ολόκληρη πολιτική διαμάχη σχετικά με την απομάκρυνση των πολιτών και τι θα μπορούσε να είχε γίνει. Η απομάκρυνση των πολιτών είναι ένα τεράστιο θέμα, για το οποίο θα πρέπει να έχουν γίνει δεκάδες προεργασίες πριν. Δεν είναι εύκολη υπόθεση και δεν μπορούμε να ξέρουμε την αποτελεσματικότητα της απομάκρυνσης. Στο Μάτι π.χ. δεν υπήρχε αποτύπωση ούτε του πολεοδομικού ιστού, ούτε της καύσιμης ύλης, ούτε της τρωτότητας των κατασκευών. Η έγκαιρη εκκένωση θα μπορούσε να έχει χιλιάδες νεκρούς, αν γινόταν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ή αν άλλαζε ο αέρας. Η μελέτη που κάναμε για όλους όσους πέθαναν τότε, δείχνει ότι τελικά για τυχαίους λόγους πέθαναν όσοι πέθαναν και για τυχαίους λόγους σώθηκαν όσοι σώθηκαν. Δεν σώθηκαν μέσα από μια οργανωμένη διαδικασία. Για να γινόταν μια οργανωμένη διαδικασία, έπρεπε να είχε υπάρξει μια ανάλυση κινδύνων της περιοχής, που δεν την είχαμε. Έπρεπε να είχαμε ανάλυση των δεδομένων όπως εξελίσσονταν εκείνη τη στιγμή, ανθρώπους εκπαιδευμένους στην εκκένωση, χώρους συγκέντρωσης κ.α. Δεν είναι κάτι τόσο εύκολο, όσο λέγεται.
ΕΡ: Τελικά για τί είδους αποτυχία μιλάμε;
ΑΠ: Για συνολική αποτυχία της κοινωνίας. Από τον τελευταίο πολίτη μέχρι τον πρώτο πολίτη.