Τον απολογισμό των μνημονίων αλλά και τις συστάσεις για να διασφαλισθεί η ανάπτυξη παραθέτει ο ESM μέσα από δύο εκθέσεις που εγκρίθηκαν κατά τη σημερινή σύνοδό του, που πραγματοποιήθηκε μέσω τηλεδιάσκεψης πριν από το Eurogroup. Σε ειδική έκθεση που υπογράφει ο πρώην Επίτροπος Χοακίν Αλμούνια αξιολογεί τα μνημόνια και καταγράφει τα οφέλη αλλά και τους τριγμούς στο ΑΕΠ και στην κοινωνία που επέφεραν. Απαριθμεί τα λάθη στην υλοποίησή τους και τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν. Επίσης, ασκεί κριτική και στον τρόπο που δομήθηκαν ή εφαρμόσθηκαν από τους θεσμούς και προβαίνει σε προτάσεις για 5 θεσμικές αλλαγές.
Στην 2η έκθεση που είναι ο ετήσιος απολογισμός του ESM για το 2019 αναφέρεται πως η πανδημία αναμένεται να έχει σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο στην Ελλάδα και απαιτούνται πολιτικές ενίσχυσης της ανάπτυξης για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, για την ενίσχυση της παραγωγικότητας μέσω μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και προϊόντων, για την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης.
Η οικονομική κατάσταση
Ο ESM, στο κεφάλαιο για την Ελλάδα που περιλαμβάνει στην ετήσιά του έκθεση, εξηγεί πως η πανδημία “αναμένεται να έχει σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο, προσθέτοντας σημαντική αβεβαιότητα στις ελληνικές οικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές, όπως συνέβη και σε άλλα κράτη της Ευρώπης”. Για τα επόμενα βήματα εξηγεί πως “οι πολιτικές ενίσχυσης της ανάπτυξης είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη μιας αειφόρου αναπτυξιακής πορείας” και πρέπει να επιτευχθούν μέσω των δημόσιων επενδύσεων, ενισχύοντας παράλληλα την κοινωνική ασφάλεια και τηρώντας τους μεταπρογραμματικούς στόχους”. Επισημαίνει πως “η δυναμική των μεταρρυθμίσεων πρέπει να οδηγήσει σε τολμηρές και συγκεκριμένες δράσεις για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, για την ενίσχυση της παραγωγικότητας μέσω μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και προϊόντων, για την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης.
“Οι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία εμφανίστηκαν στις αρχές του 2020 λόγω της πανδημίας και του νέου κύματος μεταναστευτικής κρίσης. Η πανδημία αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη του τρέχοντος έτους, η οποία, αν παραταθεί, θα μπορούσε να έχει πιθανές δευτερογενείς επιπτώσεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα”, αναφέρεται.
Επίσης, “το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2020 θα επηρεαστεί επίσης από το πανδημικό σοκ, λόγω των χαμηλότερων φορολογικών εσόδων και των μεγαλύτερων από το αναμενόμενο δαπανών”. Εκτιμάται ακόμη πως “παρά τη συντονισμένη ανταπόκριση των υπευθύνων χάραξης πολιτικής στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο για τη διατήρηση θέσεων εργασίας και για τη στήριξη εργαζομένων, επιχειρήσεων και οικογενειών, η αβεβαιότητα σχετικά με το μέγεθος και τη διάρκεια του πανδημικού σοκ παραμένει αυξημένη”.
Επισημαίνει επίσης πως “μετά από μια δεκαετία προσαρμογής, η οικονομική ανάκαμψη σταθεροποιήθηκε το 2019”, ενώ “η Ελλάδα πέτυχε τον δημοσιονομικό της στόχο για πέμπτη συνεχή χρονιά και ενίσχυσε την πρόσβασή της στις αγορές”. “Η συνέχιση του μεταρρυθμιστικού έργου θα εδραιώσει τα επιτεύγματα του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού τομέα”, αναφέρει. Προ κρίσης το ΑΕΠ τονώθηκε από τον τουρισμό και τις επενδύσεις σε ακίνητα αλλά οι “ιδιωτικές επενδύσεις παρέμεναν αδύναμες συνολικά, υποδηλώνοντας ότι η Ελλάδα πρέπει να βελτιώσει περαιτέρω το επιχειρηματικό της περιβάλλον και την ανταγωνιστικότητά της”.
Ο απολογισμός των Μνημονίων
Στην 2η έκθεση που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα και αξιολογεί την οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα, επικεντρώνεται κυρίως στο πρόγραμμα ESM. Στόχος είναι να υποστηρίξει τον ESM στην αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων, αλλά αποτυπώνει και τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα. Ο πρώην Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Χοακίν Αλμούνια διορίστηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του ESM ως ανεξάρτητος αξιολογητής και είναι επικεφαλής αλλά και υπεύθυνος για τα ευρήματα και τις συστάσεις του πορίσματος.
Η στήριξη “που δόθηκε στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία βοήθησε την ελληνική οικονομία να σταθεροποιηθεί και να αναπτυχθεί”, αναφέρεται αλλά “ταυτόχρονα, η Ελλάδα και οι πολίτες της υπέστησαν τις συνέπειες οκτώ ετών οικονομικής προσαρμογής”. Η Ελλάδα έκανε “τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση του χρέους και μία άνευ προηγουμένου δημοσιονομική εξυγίανση, αλλά με την επακόλουθη απώλεια παραγωγής και με κοινωνικές συνέπειες”, αναφέρεται.
Στα “συν” των μνημονίων είναι η αποφυγή μίας “εξόδου” από την ευρωζώνη και η αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, αλλά “με σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος”. Δεν κατέστη εφικτή η γρήγορη επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας με επαρκείς παρεμβάσεις στην αγορά προϊόντων, ενώ “τα μέτρα για την αντιμετώπιση προβλημάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα αποκατέστησαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά το σύστημα εξακολουθεί να είναι εύθραυστο”. Επίσης, “η εισοδηματική ανισότητα παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και τα συνολικά ποσοστά φτώχειας και ανεργίας παρέμειναν σχετικά υψηλά λόγω των αναποτελεσματικών πολιτικών ένταξης στην εργασία”.
Επίσης, “η ανθεκτικότητα στα οικονομικά σοκ βελτιώθηκε, αλλά οι προοπτικές μακροπρόθεσμης ανάπτυξης είναι συγκρατημένες λόγω της αργής αύξησης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας καθώς και της ελλιπούς εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων”. Τα μνημόνια επιπλέον, “αύξησαν την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα. Ωστόσο, η ικανότητα απορρόφησης κραδασμών παραμένει αδύναμη”.
Τα λάθη του προγράμματος
Στην ίδια έκθεση του κ. Αλμούνια γίνεται εκτενής αναφορά στα “λάθη” των προγραμμάτων. Για το χρέος αναφέρεται πως η βιωσιμότητα βελτιώθηκε, “αλλά δεν αποκαταστάθηκε πλήρως”. “Η δημοσιονομική εξυγίανση υπονόμευσε τον ρυθμό ανάπτυξης που ήταν απαραίτητος για μία σημαντική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Η μελλοντική συγκρατημένη ανάπτυξη, οι δημοσιονομικές ανισορροπίες και οι αυξήσεις των επιτοκίων θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνδυνο για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Ελλάδας”, επισημαίνεται. Ως εκ τούτου, το Eurogroup “δεσμεύτηκε να επανεξετάσει την κατάσταση το 2032 για να εκτιμήσει εάν αυτοί οι κίνδυνοι έχουν υλοποιηθεί και απαιτούν περαιτέρω προσαρμογή δανείων του EFSF ή του ESM”.
Αναφέρεται και ότι “το πρόγραμμα ESM χαρακτηρίστηκε από ανοιχτή διαφωνία σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους μεταξύ των θεσμικών οργάνων, η οποία αποκάλυψε την εγγενή σύγκρουση μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προοπτικών επίλυσης κρίσεων” αλλά και πως τα θεσμικά όργανα απέτυχαν να κατανοήσουν πλήρως τις βασικές αιτίες της αδύναμης ιδιοκτησίας. Επίσης, επισημαίνεται πως “το σκεπτικό για τις μεταρρυθμίσεις και τα μακροπρόθεσμα οφέλη τους δεν εξηγήθηκαν καλά” στο ελληνικό κοινό. Επίσης “το πρόγραμμα ESM απέτυχε να επιδιώξει συστηματικά και σθεναρά τον στόχο της μακροπρόθεσμης μακροοικονομικής βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας”, αναφέρεται.
Η ομάδα προβαίνει σε 5 προτάσεις αλλαγών:
1: Τα μελλοντικά προγράμματα του ESM πρέπει να καθορίζουν σαφώς τους στρατηγικούς στόχους σε μακροπρόθεσμη βάση.
2: Τα συμβούλια του ESM θα πρέπει να αναπτύξουν καθοδήγηση υψηλού επιπέδου για το σχεδιασμό προγραμμάτων.
3: Τα συμβούλια του ESM πρέπει να βελτιώσουν τη διακυβέρνηση του προγράμματος καθορίζοντας σαφείς οδηγίες για τα θεσμικά όργανα.
4: Τα θεσμικά όργανα με την υποστήριξη των εθνικών αρχών πρέπει να συντονίζουν τις φάσεις προετοιμασίας και εφαρμογής ενός προγράμματος.
5: Απαιτείται ένα ισχυρό, συνεκτικό πλαίσιο παρακολούθησης μετά το πρόγραμμα για τη διασφάλιση του οφέλους προσαρμογής και του ESM ως πιστωτής.