Ένα στα τρία άτομα – ποσοστό 31,8% – στη χώρα μας βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, σύμφωνα με την έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 763.174 σε σύνολο 4.125.263 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.954.400 στο σύνολο των 10.542.856 ατόμων του πληθυσμού της χώρας.
Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 22,7% σημειώνοντας μείωση κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 19,8% και 11,6%, αντίστοιχα.
Ωστόσο, κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες (στο 31,8% από 34,8%) μειώθηκε το 2018 (εισοδήματα 2017) σε σχέση με το προηγούμενο έτος το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό (3.348.500 άτομα από 3.701.800 άτομα).
Η μείωση αποτυπώνεται τόσο ως προς τους τύπους νοικοκυριών όσο και ως προς την
κατηγοριοποίηση κατά φύλο και κατάσταση απασχόλησης, καθώς και την κατηγοριοποίηση κατά φύλο, ομάδες ηλικιών και ιδιοκτησιακό καθεστώς της κύριας κατοικίας, με τις σημαντικότερες διαφορές (μείωση) να σημειώνονται ως εξής:
● Κατά 4,1 ποσοστιαίες μονάδες (15,3%) για το ποσοστό του πληθυσμού με τρεις ή περισσότερους ενηλίκους χωρίς εξαρτώμενα παιδιά.
● Κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες (20,4%) για το ποσοστό πληθυσμού ανδρών ηλικίας 18-64 ετών που διαβιούν σε νοικοκυριά που ενοικιάζουν την κύρια κατοικία τους.
● Κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες (12,5%) για το ποσοστό των εργαζόμενων ανδρών.
Αναφορικά με την κατηγοριοποίηση του πληθυσμού ως προς το φύλο και την κατάσταση απασχόλησης σημειώθηκε μείωση:
● Κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα (24,6%) για τις μη οικονομικά ενεργές (εκτός συνταξιούχων) γυναίκες.
● Κατά 1,0 ποσοστιαία μονάδα (24,7%) για τον λοιπό μη οικονομικά ενεργό (εκτός των συνταξιούχων) πληθυσμό.
Στην κατηγοριοποίηση του πληθυσμού ως προς το φύλο, τις ομάδες ηλικιών και το ιδιοκτησιακό καθεστώς κύριας κατοικίας κατεγράφη μείωση του ποσοστού κινδύνου φτώχειας από 0,7 έως 1,2 ποσοστιαίες μονάδες, σε αρκετές περιπτώσεις και συγκεκριμένα για το σύνολο των ιδιοκτητών στις ηλικιακές ομάδες 60+ ετών, 65+ ετών, 75+ ετών.
Μείωση όμως κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες (21,5%) παρουσιάζεται για την ομάδα ηλικιών 18-64 ετών των ενοικιαστών και κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες (20,4%) για τους άνδρες ενοικιαστές της ίδιας ομάδας ηλικιών.
Αναφορικά με τον τύπο νοικοκυριού αύξηση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (32,8%) παρουσιάζεται στο ποσοστό του κινδύνου φτώχειας μόνο για τα μονογονεϊκά νοικοκυριά με, τουλάχιστον, ένα εξαρτώμενο παιδί.
Οι απειλούμενοι
Σε ό,τι αφορά τα στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, με κίνδυνο φτώχειας απειλούνται:
Άτομα ηλικίας 18-64 ετών (35,0%). Εκτιμάται ότι το 33,0% είναι Έλληνες και το 56,5% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα.
● Από τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα, ηλικίας 18-64 ετών και βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, οι περισσότεροι (55,1%) γεννήθηκαν σε άλλη χώρα ενώ το 32,1% είναι αλλοδαποί που γεννήθηκαν και διαμένουν στην Ελλάδα.
● Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας αλλά διαβιοί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση και χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 8,5%.
● Το ποσοστό του πληθυσμού που, ενώ δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, διαβιοί σε νοικοκυριά με υλική στέρηση αλλά χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 8,3%.
● Το ποσοστό του πληθυσμού που δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και διαβιοί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση αλλά με χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 4,0%.
● Το 18,5% του πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις), το 16,7% σε υλική στέρηση και το 16,3% του πληθυσμού ηλικίας 0-59 ετών διαβιοί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας.
Θυμίζουμε ότι το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.718 ευρώ ετησίως ανά άτομο και σε 9.908 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 7.863 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών εκτιμήθηκε σε 15.556 ευρώ.
Ο κίνδυνος φτώχειας, που κατά το 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το 2012, όταν εκτιμήθηκε στο 23,1%, ενώ άρχισε να μειώνεται από το 2014.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας κατά τα προηγούμενα έτη ήταν ελαφρώς υψηλότερο για τις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες. Το 2014 και 2015 διαμορφώθηκε σε πολύ κοντινά επίπεδα, υψηλότερο κατά 0,2 και 0,3 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα για τους άνδρες, ενώ με βάση τα στοιχεία του 2018, όπως συνέβη και το 2016 και το 2017, εμφανίζεται ίδιο μεταξύ ανδρών και γυναικών και ίδιο με το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού (και για τα δύο φύλα), δηλαδή 18,5%.
Επισφάλεια και είδος εργασίας
Οι εργαζόμενοι πάντως αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κλπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους ανέρχεται σε 11,0%, σημειώνοντας μείωση κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017.
Μείωση κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες, ενώ για τους εργαζόμενους άνδρες παρουσίασε μείωση κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή σε 8,8% και 12,5% αντίστοιχα. Για τους ανέργους, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 43,3%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (49,1% και 37,9% αντίστοιχα).
Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) μειώθηκε κατά 1,0 ποσοστιαία μονάδα. Η αντίστοιχη μεταβολή (μείωση) για τις γυναίκες είναι 1,1 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ για τους άνδρες (μείωση) 0,4 ποσοστιαίες μονάδες και τα σχετικά ποσοστά ανέρχονται σε 24,7%, 24,6% και 25,1%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 9,5%, ενώ για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 24,6%.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 50,0% ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 23,2%.
Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το κοινωνικό μέρισμα, το επίδομα μακροχρόνια ανέργων κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας ή και εκπαιδευτικές παροχές.
Δεδομένου ότι το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 18,5%, διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 4,7 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ εν συνεχεία οι συντάξεις κατά 26,8 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 31,5 ποσοστιαίες μονάδες.